Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Ο'ΤΟΥΛ ΚΑΙ Η ΧΗΝΑ ΤΟΥ


Νόμιζα κι εγώ πως η οικουμένη ολάκερη τον είχε ακουστά
τον βασιλιά Ο 'Τουλ. τέλος πάντων, ελόγου σας που πρώτη φορά
τον ακούτε, μάθετε πως πίσω, στα πολύ παλιά κι αρχαία χρόνια
ήτανε ένας βασιλιάς που τον λέγανε βασιλιά Ο 'Ίουτ λ. Σπουδαίος
άρχοντας όλες τις εκκλησιές τις κάτεχε ελόγου του στα χρόνια τα
αλλοτινά. Ο βασιλιάς λοιπόν ήταν φίνο παιδί. Του άρεσε κάθε λογής
διασκέδαση, μα για το κυνήγι έδινε τη ζωή του· με την ανατολή
τού ήλιου σηκωνότανε κι έπαιρνε τα βουνά να κυνηγήσει ελάφια.
Αχ, ωραίες εποχές!
Που λέτε, όσο είχε ο βασιλιάς την υγειά του, όλα πήγαιναν πρίμα
· όπως καταλαβαίνετε όμως, με τα χρόνια μεγάλωσε, το κορμί του
βάρυνε κι η καρδιά του δεν βαστούσε πια. Έχασε κάθε χαρά γιατί
δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει. Ώσπου ο καψερός βρήκε μια χήνα
για να διασκεδάζει λιγουλάκι . Γελάτε, ε; Αλήθεια σας λέω. Και ξέρετε
πώς περνούσε την ώρα του με τη χήνα; Εκεί στη λίμνη που κολυμπούσε,
η χήνα έκανε βουτιές κι έπιανε πέστροφες και κάθε Παρασκευή
έφερνε του βασιλιά να φάει ψάρι, ενώ τις υπόλοιπες ημέρες
πετούσε γύρω στη λίμνη για να κάνει χάζι ο βασιλιάς. Όλα καλά
κι όλα ωραία λοιπόν, ώσπου πέρασαν τα χρόνια, γέρασε η χήνα, σαν
το αφεντικό της, και δεν μπορούσε να του κάνει παιχνίδια. Ο έρμος ο
Ιlασιλιάς δεν είχε πια καμιά παρηγοριά. Ένα πρωί που περπατούσε
ο την άκρη της λίμνης, κλαίγοντας τη σκληρή του μοίρα, κι ήθελε να
ιιι':σει να πνιγεί μη βρίσκοντας πια χαρά στη ζωή, στρίβει σε μια μεΙ
1i ιί και τι βλέπει: ένα όμορφο παλικαράκι να τον πλησιάζει.
«0 Θεός μαζί σου», λέει ο βασιλιάς στον νεαρό .
«0 Θεός να σε φυλάει, βασιλιά Ο'Ιουλ», απαντάει ο νεαρός.
« Σωστά το 'πες . Εγώ είμαι ο βασιλιάς Ο'Ίουλ, ο άρχοντας σε
τούτα τα μέρη, με τα πολλά φλουριά. Όμως ελόγου σου πώς με ξέρεις;
» λέει ο βασιλιάς.
«Ε, πού να σου εξηγώ», λέει ο άγιος Κέιβιν.
Ήταν βλέπετε ο ίδιος ο άγιος Κέιβιν , μεταμορφωμένος. «Πού
να σου εξηγώ τώρα . Ξέρω κι άλλα όμως. Με όλο το θάρρος, μεγαλι:
ιότατε, τι κάνει η χήνα σου;»
«Βρε, τι είναι τούτος; Πού την ξέρεις τη χήνα μου;» λέει ο βαcτιλιάς.
«Α, δεν έχει σημασία. Έτυχε να το μάθω κι αυτό», του απαντάει
ο άγιος.
Μιλήσανε λίγο ακόμη και λέει ο βασιλιάς: «Εσύ ποιος είσαι;»
«Ένας τίμιος άνθρωπος», λέει ο άγιος Κέιβιν.
«Και δε μου λες, το ψωμάκι σου πώς το βγάζεις;))
«Κάνω τα παλιά πράγματα καινούριω), λέει ο άγιος .
«Μπας κι είσαι γανωτζής;)) λέει ο βασιλιάς.
«Όχη), aποκρίνεται ο άγιος, «δεν είμαι γανωτζής, βασιλιά μου .
Έχω πιο καλή τέχνψ, συμπληρώνει. «Τι θα 'λεγες, ας πούμε, αν τη
γριά χήνα σου σ' την ξανακάνω νέα;))
Μόλις άκουσε ο βασιλιάς πως θα ξανανιώσει η χήνα, κόντεψαν
να του πεταχτούν τα μάτια από το κεφάλι. Σφύριξε αμέσως, κι ήρθε
κοντά στο αφεντικό της η κακομοίρα η χήνα, σέρνοντας το βήμα
της σαν γριά λαγωνικίνα, κι έμοιαζαν οι δυο τους σαν δυο βόλοι
αρακά. Την κοιτάζει ο άγιος και λέει: «Εντάξει, βασιλιά Ο'Τουλ, θα
γίνει το θέλημά σου)) .
«Μα τον άγιο!)) λέει ο βασιλιάς. «Άμα τα καταφέρεις, θα 'σαι
το μεγαλύτερο ξεφτέρι μέσ' στις εφτά εκκλησιέ9) .
«Έλω) , λέει ο άγιος Κέιβιν, «μην τσιγκουνεύεσαι τις κουβέντες,
μεγαλειότατε . Δεν είμαι δα και τόσο ψηλογεννημένος να καινουριώνω
τα παλιά τζάμπα. Τι θα βγάλω για τον κόπο μου;))
«Θα σου δώσω ό,τι ζητήσει9), του απαντάει ο βασιλιάς. «Σύμφωνοι;))
«Μήτ' ο οξαποδώ δε θα 'κανε τόσο καλό παζάρη), λέει ο άγιος.
«Τώρα άκουσε τι θέλω , βασιλιά Ο'Ιουλ: θα μου δώσεις όλη τη γη
που θα πετάξει από πάνω της η χήνα στον πρώτο γύρο, μόλις την
κάνω καλά)) .
«Θα την έχει9), λέει ο βασιλιάς.
«Κοίτα μην ξεχάσεις το λόγο σου)) .
«Λόγω τιμής!)) κάνει ο βασιλιάς υψώνοντας τη σφιγμένη παλάμη
του.
«Λόγω τιμής, σύμφωνοι!)) λέει κι ο άγιος Κέιβιν και φωνάζει
την κακομοιριασμένη τη γριά χήνα. «Έλα δω, βρε ξεπουπουλιασμένο
σαράβαλο, να σε κάνω πουλί για κυνήγι)). Τη σηκώνει, φίλοι
μου, από τις φτερούγες και την ευλογεί λέγοντας: « Με το σημάδι
του σταυρού σε σταυρώνω , πέτα ψηλά!)) και την τινάζει στον αέρα
με μια σπρωξιά για να τη βοηθήσει λίγο. Και που λες, θησαυρέ μου,
δ ίνει μια η χήνα σαν αϊτός κι αρχίζει να στριφογυρνάει γοργά όπως
τα χελιδόνια πριν πιάσει βροχή .
Αχ, παιδιά μου, ήταν χαρά Θεού να βλέπεις τον γερο-βασιλιά με
το στόμα ανοιχτό να κοιτάει την κακομοίρα γριά χήνα που τώρα πετούσε
ανάλαφρη σαν κορυδαλλός, καλύτερα από ποτέ άλλοτε. Και
όταν προσγειώθηκε στα πόδια του, τη χάιδεψε στο κεφάλι και της
είπε: «Μωρό μου, είσαι η καλύτερη χηνούλα του κόσμου)).
« Εμένα που την έκανα έτσι, τι έχεις να μου πεις;)) λέει ο άγιος
Κέιβιν.
« Μα την πίστη μου, την αξιοσύνη σου δεν την ξεπερνούνε μήτε
οι μέλισσεφ.
«Τίποτ' άλλο;)) επέμεινε ο άγιος.
«Και πως σου χρωστάω χάρη μεγάλψ, συνέχισε ο βασιλιάς .
«Μα θα μου δώσεις όλη τη γη που από πάνω της πέταξε η χή-
να;)) ρώτησε ο άγιος.
«Μετά χαρά9), αποκρίθηκε ο βασιλιάς, «Κι ας ήταν το τελευ-
ταίο μου στρέμμω) .
«Αλλά θα τον κρατήσεις το λόγο σου;)) είπε ο άγιος.
«Στο φως μου, είπε ο βασιλιάς .
«Καλά που στάθηκες τίμιο9) , είπε ο άγιος, «γιατί έτσι και δε
συμφωνούσες μήτ ' ο διάολος δε θα την έκανε να ξαναπετάξεω .
Χάρηκε ο άγιο ς που κράτησε ο βασιλιάς το λόγο του και τότε
φανερώθηκε ποιος ήτανε :
«Επειδή είσαι άνθρωπος έντιμος, ήρθα μεταμφιεσμένος να σε
δοκιμάσω» .
«Μαθές! » έκανε ο βασιλιάς. «Ποιος είσαι; »
«Είμαι ο άγιος Κέιβιν», αποκρίθηκε ο άγιος.
«Βασίλισσα των ουρανών!» σταυροκοπήθηκε ο βασιλιάς αναμεσίς
στα μάτια, κι έπεσε γονατιστός . «Τόση ώρα μιλώ με το μεγάλο άγιο Κέιβιν δίχως να το ξέρω. Εγώ σε πήρα για κάνα τυχαίο νεαρό
κι εσύ 'σαι άγιος;»
«Είμαι» .
«Θεούλη μου, κι εγώ θάρρευα πως μιλώ σ' ένα παιδαρέλι ... »
«Τώρα όμως κατάλαβες τη διαφορά. Είμαι ο άγιος Κέιβιν, ο πιο
τρανός απ' όλους τους αγίους».
Έτσι ξανάνιωσε η χήνα του βασιλιά για να τον διασκεδάζει όσο
ήταν ζωντανή, κι ο άγιος, αφού εγκαταστάθηκε στη γη του, τη βοηθ
ούσε για λίγο καιρό , ως την ημέρα που ψόφησε· γιατί μια Παρασκευή,
πήγε η φουκαριάρα ν' αρπάξει μια πέστροφα, αλλά έκανε
λάθος, κι αντί για πέστροφα έπιασε ένα άτιμο χέλι. Και αντί να σκοτώσε
ι η χήνα την πέστροφα να φάει ο βασιλιάς, τελικά σκότωσε το
χέλι τη χήνα-και δίκιο είχε δηλαδή, μόνο που δεν την έφαγε γιατί
δεν τολμούσε να φάει το πουλί που είχε ευλογήσει με τα χέρια του
ο άγιος Κέιβιν .

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts