ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ
Ητανε μια φόρα μια πλούσια γυναίκα που καθότανε ως αργά μια νύχτα κι έξαινε μαλλί, ενώ οι άλλοι όλοι, η φαμελιά
κι οι υπηρέτες, κοιμούνταν. Ακούει άξαφνα χτύπο στην πόρτα και
μια φωνή : «Ανοίξτε! Ανοίξτε!»
«Ποιος είναι;» λέει η νοικοκυρά.
«Η Μάγισσα με το ένα Κέρατο», ήρθε η απόκριση.
Η κυρά, θαρρώντας πως ήταν καμιά γειτόνισσα που είχε χρεία,
άνοιξε την πόρτα και να σου μπαίνει μέσα μια γυναίκα με δυο λανάρες
στο χέρι κι ένα κέρατο φυτρωμένο στο κούτελό της. Στρώθηκε
πλάι στο τζάκι σιωπηλή κι άρχισε να ξένει το μαλλί με τρομερή
βιάση. Σταματάει αίφνης και φωνάζει: «Πού είναι οι γυναίκες;
Πολύ αργούν» .
Ξαναχτυπάει η πόρτα, κι άλλη φωνή ακούγεται: «Ανοίξτε!
Ανοίξτε!»
Φιλοτιμήθηκε η νοικοκυρά, σηκώθηκε ν' ανοίξει, κι αμέσως
μπαίνει μέσα δεύτερη μάγισσα με δυο κέρατα στο κούτελο και στα
χέρια αδράχτι που στρίβουν το μαλλί.
«Δώσ' μου να κάτσω», πρόσταξε. «Εγώ είμαι η Μάγισσα με τα
δοο Κέρατα», κι άρχισε να κλώθει γρήγορα σαν αστραπή.
'Ετσι, σuνέχισαν τα χτυπήματα κι οι φωνές, και έμπαιναν οι μάγισσες
ώσπου μαζεύτηκαν δώδεκα γυναίκες γύρω από τη φωτιά-
η πρώτη μ' ένα κέρατο, η τελευταία με δώδεκα.
Έξαιναν το νήμα, γυρνούσαν τ' αδράχτια, υφαίνανε, κι όλες
μαζί τραγούδαγαν έναν παλιό σκοπό , μα στη νοικοκυρά δεν έλεγαν
κουβέντα. Αλλόκοτες στο άκουσμα κι απόκοσμες στη θωριά τους
ήταν αυτές οι δώδεκα γυναίκες με τα κέρατα και τ' αδράχτια· κι η
νοικοκυρά σαν πεθαμένη από την τρομάρα έκανε να σηκωθεί για
να φωνάξει βοήθεια, μα μήτε να κουνήσει μπορούσε μήτε να βγάλει
μιλιά, γιατί την είχαν δέσει με τα μάγια τους.
Γυρίζει τότε η μια απ' αυτές και λέει στα ιρλανδέζικα : «Σήκω,
γυναίκα, φτιάξε μας ένα γλύκισμα».
Ψάχνει η γυναίκα για κουβά, να πιάσει νερό από το πηγάδι για
να ζυμώσει, και δεν έβρισκε κανένα.
Της λένε αυτές: «Πάρε το κόσκινο και πήγαινε να φέρεις νερό».
Παίρνει το κόσκινο, πάει στο πηγάδι· μα το νερό χυνότανε και
δεν μπορούσε να φέρει για να ζυμώσει το γλυκό . Καθόταν λοιπόν
πλάι στο πηγάδι κι έκλαιγε.
Ακούει τότε μια φωνή να λέει: «Πάρε κίτ ρινο πηλό και βρύα,
δέσ' τα μαζί και μπλάστρωσε το κόσκινο για να βαστήξει».
Έτσι έκανε, και το κόσκινο βάστηξε νερό για το γλυκό· και η
φωνή ξαναλέει:
«Γύρνα σπίτι κι όταν φτάσεις στη βορινή γωνιά φώναξε δυνατά
τρεις φορές: "Εφούντωσε απ' τη φωτιά το βουνό των γυναικών τού
Φεν και πάνωθέ του ο ουρανός καίγεται"».
Έτσι κι έκανε.
Μόλις το άκουσαν οι μάγισσες από μέσα, τρομερή φωνή ανέβηκε στα
χείλη τους, με θρήνους και με ουρλιαχτά ορμήσανε πετώντας για το Σλιβιναμόν,
όπου είχαν την κατοιικιά τους. Μα το πνεύμα του Πηγαδιόυ ορμήνεψε τη νοικοκυρά να μπει μέσα και να προφυλάξει το σπίτι από τα μάγια μην τλυχει και ξαναγυρίσουν οι μάγισεες

Πρώτα πρώτα, για να λυθούν τα ξόρκια, ράντισε το κατώφλι της
με το νερό που είχε πλύνει τα ποδαράκια του παιδιού της. Έπειτα
πήρε το γλύκισμα που είχαν φτιάξει οι μάγισσες όσο εκείνη έλειπε
παίρνοντας το αίμα της κοιμισμένης φαμελιάς της, το ' σπασε κομμάτια
κι έβαλε από ένα κομματάκι στο στόμα του κάθε κοιμισμένου
για να συνέρθει. Πήρε και το πανί που είχαν υφάνει και το 'κλεισε
μισό μέσα και μισό έξω από το σεντούκι με το χοντρό λουκέτο. Τέλος,
σφάλισε την πόρτα μ' ένα μεγάλο δοκάρι δεμένο στο περβάζι
για να μην μπορούν να μπουν οι μάγισσες και περίμενε.
Σε λίγο, να σου οι μάγισσες, γύρισαν φουρκισμένες να εκδικηθούν
.
«Άνοιξε! Άνοιξε!» σκλήριζαν. «Άνοιξε, ποδονίφτη! »
«Δεν μπορώ», αποκρίθηκε το νερό. «Με σκόρπισαν στο χώμα
και κατρακυλάω τώρα προς τη λίμνη».
«Ανοίξτε ξύλα, ανοίξτε δέντρα και δοκάρι!» φώναξαν στην
πόρτα.
«Δε γίνεται», αποκρίθηκε η πόρτα, «γιατί είναι το δοκάρι μου
μπηγμένο στο περβάζι και δεν μπορώ να σαλέψω».
«Άνοιξε, άνοιξε γλύκισμα που φτιάξαμε από αίμα!» ξαναφώνα-
ξαν.
«Δε γίνεται. Με σπάσανε και το αίμα μου γυρίζει στα χειλάκια
των κοιμισμένων της παιδιών», αποκρίθηκε το γλύκισμα.
Τότε χίμηξαν στον αέρα οι μάγισσες με φωνές δυνατές και γύρισαν
στο Σλιβιναμόν, ξεστομίζοντας ανήκουστες κατάρες για το
Πνεύμα του Πηγαδιού που επιθυμούσε το χαμό τους μα,άφησαν
πια τη γυναίκα και το σπίτι στην ησυχία τους, και η γυναικα πηρε
το μανδύα μιας μάγισσας που της έπεσε καθώς πετούσε και τον
κρέμασε για να θυμούνται εκείνη τη βραδιά. Το μανδύα αυτόν τον
κράτησε η ίδια οικογένεια από γενιά σε γενιά για πεντακόσια ολόκληρα
χρόνια.

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts