Ο ΜΟΥΝΑΧΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΑΧΟΥΡΑ

Μια φορά και έναν καιρλο, πριν από χρόνια πολλά, ήτανε Ο
Μουναχάρα κι ο Μαναχούρα, που αν ήταν ζωντανοί στις
ημέρες μας, δεν θα ήταν ζωντανοί τότε που γίνηκε η ιστορία. Ξεκίνησαν
λοιπόν αντάμα να μαζέψουν σμέουρα, κι όσα μάζευε ο Μουναχάρα
τόσα έχαφτε ο Μαναχούρα. Είπε ο Μουναχάρα να πάει να
βρει ένα στειλιάρι, να το κάνει κρεμαστάρι, να κρεμάσει τον Μαναχούρα
που χλαπάκιαζε όλα τα μούρα.
Βρίσκει το στειλιάρι. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει το στειλιάρι.
«Ελόγου μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να βρω ένα στειλιάρι,
να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα που μου χλαπάκιασε
όλα τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις», λέει το στειλιάρι, «άμα δε βρεις ένα
τσεκούρι να με κόψεις».
Βρίσκει το τσεκούρι. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει το
τσεκούρι. «Ελόγου μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα
να βρω ένα τσεκούρι, να κόψω το στειλιάρι, να το
κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα που
μου χλαπάκιασε όλα τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις», λέει το τσεκούρι, «άμα
δε βρεις πέτρα να μ' ακονίσεις» .
Βρίσκει τον τροχό. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει ο
 τροχός. «Ελόγου μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να βρω τροχό
v' ακονίσω το τσεκούρι, για να κόψω το στειλιάρι, να το κάνω κρεμαστάρι,
να κρεμάσω το Μαναχούρα που μου χλαπάκιασε όλα τα
μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις», λέει ο τροχός, «άμα δε βρεις νερό να
με βρέξεις».
Βρίσκει το νερό. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει το νερό . «Ελόγου
μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να βρω νερό να βρέξω τον τροχό,
ν' ακονίσω το τσεκούρι, για να κόψω το στειλιάρι, να το κάνω
κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα που μου χλαπάκιασε όλα
τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις», λέει το νερό , «άμα δε βρεις λαφάκι να
με κολυμπήσει».
Βρίσκει το λαφάκι.
«Τι νέα σήμερις;» ρωτάει το ελάφι . «Ελόγου μου τα δικά μου
νέα κοιτάζω. Ήρθα να βρω λαφάκι να κολυμπήσει στο νερό , να
πάρω το νερό για να βρέξω τον τροχό, ν' ακονίσω το τσεκούρι για
να κόψω το στειλιάρι, να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα
που μου χλαπάκιασε όλα τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις», λέει το ελάφι, «άμα δε βρεις λαγωνικό
να με κυνηγήσει».
Βρίσκει το λαγωνικό. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει το λαγωνικό.
«Ελόγου μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να βρω λαγωνικό, να
κυνηγήσει το λαφάκι, το λαφάκι να κολυμπήσει στο νερό, να πάρω
το νερό για να βρέξω τον τροχό, ν' ακονίσω το τσεκούρι για να κόψω
το στειλιάρι, να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα
που μου χλαπάκιασε όλα τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις», λέει το λαγωνικό, «άμα δε βρεις ένα
κομμάτι βούτυρο να βάλω στο νύχι μου».
 Βρίσκει το βούτυρο. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει το βούτυρο. «Ελόγου
μου τα δικά μου νέα κοιτάζω . Ήρθα να βρω ένα κομμάτι
βούτυρο να βάλω στο νύχι του λαγωνικού, το λαγωνικό να κυνηγήσει
το λαφάκι για να κολυμπήσει στο νερό , να πάρω το νερό για να
βρέξω τον τροχό, ν' ακονίσω το τσεκούρι για να κόψω το στειλιάρι,
να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα που μου χλαπάκιασε
όλα τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις» , λέει το βούτυρο , «άμα δε βρεις μια
γάτα να με ξύσει».
Βρίσκει τη γάτα . «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει η γάτα. «Ελόγου
μου τα δικά μου νέα κοιτάζω . Ήρθα να βρω μια γάτα να ξύσει το
βούτυρο, να το βάλω στο νύχι του λαγωνικού , να κυvηγήσει το λαφάκι
για να κολυμπήσει στο νερό, να πάρω το νερό να βρέξω τον
τροχό, ν' ακονίσω το τσεκούρι για να κόψω το στειλιάρι, να το κάνω
κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα που μου χλαπάκωσε
όλα τα μούρα».
«Εμένα δε θα με πάρεις» , λέει η γάτα, «άμα δε μου φέρεις γάλα
να πιω» .
Βρίσκει τη γελάδα. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει η γελάδα. «Ελόγου
μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να βρω γελάδα να μου δώσει
γάλα, να το πάω στη γάτα, να ξύσει το βούτυρο, να το βάλω στο
νύχι του λαγωνικού , να κυνηγήσει το λαφάκι για να κολυμπήσει
στο νερό, να πάρω το νερό να βρέξω τον τροχό, ν' ακονίσω το τσεκούρι
για να κόψω το στειλιάρι, να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω
το Μαναχούρα που μου χλαπάκιασε όλα τα μούρα».
«Από μένα γάλα δεν παίρνεις», λέει η γελάδα, «άμα δε μου φέρεις
μια φούχτα άχυρο απ' τους αλωνιστάδες εκεί πέρα» .
Πάει στους αλωνιστάδες . «Τι νέα σήμερις ;» ρωτάνε αυτοί. «Ελόγου
μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να μου δώσετε μια φούχτα άχυρο να ταίσω τη γελάδα, να
μου δώσει γάλα, να το πάω στη γάτα,
να ξύσει το βούτυρο, να το βάλω
στο νύχι του λαγωνικού , να κυνηγήσει
το λαφάκι για να κολυμπήσει
στο νερό, να πάρω το νερό
να βρέξω τον τροχό, ν' ακονίσω το
τσεκούρι για να κόψω το στειλιάρι,
να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω
το Μαναχούρα που μου χλα-
πάκιασε όλα τα μούρα» .
«Εμείς άχυρο δε σου δίνουμε», λένε οι αλωνιστάδες, «άμα δε μας
φέρεις αλεύρι απ' το μυλωνά εκεί πέρα να φτιάσουμε γλύκισμα» .
Πάει στον μυλωνά. «Τι νέα σήμερις;» ρωτάει ο μυλωνάς. « Ελόγου
μου τα δικά μου νέα κοιτάζω. Ήρθα να μου δώσεις αλεύρι να το
δώσω στους αλωνιστάδες για να φτιάξουν γλύκισμα , να μου δώσουν
μια φούχτα άχυρο, να ταίσω τη γελάδα , να μου δώσει γάλα ,
να το πάω στη γάτα, να ξύσει το βούτυρο, να το βάλω στο νύχι τού
λαγωνικού , να κυνηγήσει το λαφάκι για να κολυμπήσει στο νερό ,
να πάρω το νερό να βρέξω τον τροχό, ν' ακονίσω το τσεκούρι για
να κόψω το στειλιάρι, να το κάνω κρεμαστάρι, να κρεμάσω το Μαναχούρα
που μου χλαπάκιασε όλα τα μούρα» .
«Εγώ αλεύρι για γλύκισμα δε σου δίνω», λέει ο μυλωνάς, «αν
δε μου γεμίσεις τη σήτα νερό απ' το ποτάμι εκεί κάτω».
Παίρνει τη σήτα και τραβάει στο ποτάμι. Μόλις έσκυβε όμως
και τη γέμιζε νερό κι έκανε να τη σηκώσει, το νερό χυνόταν. Και
από τότε ίσαμε τώρα να έμενε εκεί, η σήτα πάλι δεν θα γέμιζε. Εκεί
που πάλευε, πάνω από το κεφάλι του περνούσε ένας κόρακας .
«Πηλό! Πηλό!» φώναξε ο κόρακας.«Την ευχή μου να 'χεις για την καλή σου συμβουλή», έκανε ο
Μουναχάρα.
Πήρε πηλό και κόκκινη λάσπη από την όχθη κι έτριψε τον πάτο
της σήτας, ώσπου οι τρύπες γέμισαν κι η σήτα κράτησε το νερό. Το
πήγε στον μυλωνά, κι εκείνος του 'δω σε αλεύρι για γλύκισμα να το
πάει στους αλωνιστάδες, κι εκείνοι του 'δωσαν μια φούχτα άχυρο,
το πήγε στη γελάδα, του 'δωσε το γάλα, το ήπιε η γάτα, έξυσε το
βούτυρο, το 'βαλε στο νύχι του λαγωνικού, εκείνο κυνήγησε το λαφάκι,
το λαφάκι κολύμπησε στο νερό, το νερό έβρεξε τον τροχό, ο
τροχός ακόνισε το τσεκούρι, το τσεκούρι έκοψε το στειλιάρι, το
στειλιάρι έφτιαξε κρεμαστάρι κι όταν ήταν έτοιμος πια να κρεμάσει
τον Μαναχούρα, είδε πως ο Μαναχούρα είχε πια ΣΚΑΣΕΙ.

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts