Ο ΓΚΟΥΛΙΣ

Ο ΓΚΟΥΛΙΣ
Ηταν μια φορα ενα παιδί στο Κάουντυ Μάγιο· Γκουλίς το
έλεγαν. Στο πίσω μέρος του σπιτιού του, εκεί που η στέγη χαμήλωνε
σχεδόν ίσαμε τη γη, είχε απομείνει από τα χρόνια τα παλιά
ένας όμορφος χωματένιος περίβολος σαν χαμηλό πυργάκι, * και το
παιδί πήγαινε συχνά και καθόταν στο παχύ χορτάρι που φύτρωνε
τριγύρω. Μια νύχτα έστεκε μισογερμένος πάνω στον τοίχο τού σπιτιού
κοιτώντας πάνωθέ του τον ουρανό και τ' όμορφο λευκό φεγγάρι.
Πέρασαν έτσι μια δυο ώρες, ώσπου στέναξε: «Βαρύ καημό τον
έχω που δεν ξεκούνησα ποτέ από τον τόπο ετούτο. Ας ήμουν όπου
αλλού στον κόσμο, εξόν από δω. Αχ, άσπρο μου φεγγαράκι, τι τυχερό
που είσαι κι όλο γυρνάς, όλο γυρνάς, όπως σ' αρέσει, κι όπου
πας κανείς δε σε γυρίζει πίσω. Πώς θα 'θελα να ήμουν ολόιδιος με
εσένα».
Δεν πρόφτασε να ξεστομίσει αυτά τα λόγια κι άκουσε πλάι του
σαματά μεγάλο σαν να 'τρεχαν άνθρωποι πολλοί μαζί, με χωρατά, με
γέλια και φωνές. Και το βουητό σαν ανεμοστρόβιλος πέρασε πλάι του
και σάμπως να χωνόταν μέσα στον περίβολο. «Τι χαρές είναι αυτές
που ακούγονται; Μα την ψυχή μου, θα μπω ν' ακολουθήσω κι εγώ!»

Ήταν ο λαός των ξωτικών που ζούσαν εκεί μέσα, μα εκείνος, μη γνωρίζοντας, τους πήρε στο κατόπι μέσα στο πυργάκι. Εκεί, τον τύλιξε η αναμπουμπούλα, ο σαματάς κι οι φωνές, καθώς στρίγκλιζαν όλοι μαζί: «Το φαρί, το χαλινάρι και τα σάγματα!» «Μα το χέρι μου», λέει ο Γκουλίς, «δεν είναι κι άσκημα. Θα κάνω έτσι κι ελόγου μου». Και φώναξε σαν εκείνους: «Το φαρί, το χαλινάρι και τα σάγματα!» Στη στιγμή, φανερώθηκε μπροστά του ένα όμορφο άλογο με χρυσά χαλινάρια κι ασημένια σέλα. Πήδησε στη ράχη του κι από εκεί πάνω είδε ευθύς πως ο περίβολος ήταν γεμάτος μικρούτσικους καβαλαραίους πάνω στ' άλογα. Ένας από αυτούς γυρνάει και του λέει: «θα πάμε απόψε αντάμα, Γκουλίς;» «Οπωσδήποτε», aποκρίνεται ο Γκουλίς. «Τότε, ξεκίνα», λέει το ανθρωπάκι, και χύνονται όλοι μαζί καβάλα στ' άλογα σαν άνεμος, πιο γοργά κι από το πιο γοργοπόδαρο άτι που βγήκε ποτέ κυνήγι, πιο γοργά κι από την αλεπού και τα κυνηγόσκυλα στο κατόπι της. Το κρύο αγέρι του χειμώνα που βρήκαν εμπρός τους το ξεπέρασαν, κι αυτό που έτρεχε πίσω τους δεν μπορούσε να τους παραβγεί. Μήτε στάση μήτε ανασαιμιά πήραν καμιά στο ξέφρενο τρεχαλητό, ώσπου έφτασαν στο φρύδι της θάλασσας. Τότε έλεγε ο καθένας: «Ί' αψήλου πάνω απ' τις κορφές! Ί' αψήλου πάνω απ' τις κορφές!» Και στη στιγμή σηκώνονταν ανάερα. Προτού καλά καλά αναλογιστεί ο Γκουλίς πού βρισκόταν, ξαναπάτησαν στεριά και χύθηκαν σαν άνεμος. Τέλος σταμάτησαν, κι ένας από αυτούς λέει στον Γκουλίς: «Μην ξέρεις πού βρισκόμαστε;» «Τίποτε δεν ξεκρίνω», αποκρίθηκε ο Γκουλίς. «Στη Γαλλία. Απόψε στεφανώνεται η θυγατέρα του βασιλιά, η
πω πανώρια κοπελιά που είδε ποτέ ο ήλιος, κι ήρθαμε να την κλέψο
υμε. Μα πώς να την πάρουμε, που ο νόμος δεν αφήνει να την κα θίσουμε
στ' άλογα ξωπίσω τα δικά μας; Γι' αυτό σε πήραμε μαζί,
να την κουβαλήσεις στο δικό σου. Ελόγου σου έχεις σάρκα και
οστά για να πιαστεί γερά η κοπέλα, μην τσακιστεί από τ' άλογο. Τι
λες, σ' αρέσει; Θα μας την κάνεις αυτή τη χάρη;»
«Γιατί όχι; Μια χαρά περνώ κι ό,τι μου πείτε κάνω, δίχως καθόλου
να σκεφτώ».Επιτόπου ξεπέζεψαν. Ένας από αυτούς είπε μια λέξη που ο
Γκουλίς δεν την κατάλαβε, κι ευθύς σηκώθηκαν ψηλά και βρέθηκε
όλη η συντροφιά μέσα στο παλάτι. Εκεί γινόταν μεγάλο ξεφάντωμα,
και ηταν συναγμένοι όλοι οι αρχόντοι κι οι ευγενείς απ' άκρη
σ' άκρη του βασιλείου, μέσα στα μεταξωτά και τ' ατλάζια, φορτωμένοι
μαλάματα κι ασημικά, κι άστραφτε η νύχτα σαν μέρα από τα
αναμμένα κεριά και τα καντηλέρια, τόσο που ο Γκουλίς θαμπώθηκε
κι έκλεισε τα δυο του μάτια. Όταν τ' άνοιξε ξανά και κοιταξε τριγύρω
θάμαξε πως ποτέ δεν είχε αντικρίσει τόσα πλούτη κι ομορφιές.
Εκατό τραπέζια ήταν στρωμένα με καλούδια αμέτρητα: κρέατα, πίτες,
γλυκίσματα, μπίρα, κρασί κι ό,τι πιοτό είδε μάτι ανθρώπου.
Στις δυο άκρες της αίθουσας κάθονταν οι μουσικοί κι έπαιζαν τις
πιο γλυκές μελωδίες που είχε ακούσει ανθρώπου αυτί, κι οι κοπελούδες
με τα παλικάρια στη μέση της αίθουσας χόρευαν και γυρίζανε
κι όλο στροβιλίζονταν, τόσο αλαφρά και γρήγορα που του καημένου
του Γκουλίς το κεφάλι παραζαλίστηκε καθώς τους κοιτούσε.
Πιο εκεί θαυματοποιοί κι άλλοι πολλοί έκαναν μύρια αστεία για να
γελάει ο λαός, γιατί τέτοιο γιορτάσι στη Γαλλία είχε είκοσι χρόνια
να γίνει, αφού ο γερο-βασιλιάς άλλα παιδιά δεν είχε πια ζωντανά
παρά μονάχα ετούτη την κόρη, που παντρευόταν εκείνη τη νύχτα
τον γιο ενός άλλου βασιλιά. Τρεις ημέρες βάσταγε η γιορτή και την
τρίτη νύχτα θα γινόταν ο γάμος .εκεινο το βράδυ λειπόν έφτασε ο Γκουλίσ με τους σίχογκ για να κλέψουν ,τη θυγατέρα του βασιλία .Πήγε και στάθηκε ο Γκουλίς με τους συντρόφους του στο πιο ψηλό σημέιο της αίθουσας, όπου ήτανε στολισμένη μια όμορφη Άγια Τράπεζα και δυο επίσκοποι παρέκει πρόσμεναν να παντρέι-.uu
�� το κορίτσι σαν θα ερχόταν η ώρα. Τους σίχογκ δεν τους
έβλεπε κανείς γιατί είχαν πει μια λέξη καθώς έμπαιναν που τους
έκανε άφαντους, σαν να μην υπήρχαν διόλου.
«Πες μου, ποια απ' όλες είναι η θυγατέρα του βασιλιά;» ρώτησε
ο Γκουλίς μόλις συνήθισε λιγάκι στη φασαρία και το φως.
«Δεν τη θωρείς μπροστά σου;» του λέει το ανθρωπάκι που είχε
ρωτήσει.
Κοιτάει ο Γκουλίς κατά εκεί που έδειχνε το ανθρωπάκι και θάρρεψε
πως βλέπει την πιο όμορφη γυναίκα που κάθισε ποτέ στην
κορφή της οικουμένης. Το ρόδο και το κρίνο αντιπαλεύανε στο
πρόσωπό της και δεν μπορούσες ν' aποφασίσεις ποιο θα ήταν ο νικητής.
Τα χέρια και τα μπράτσα της σαν γλυκολεμονιά, το στόμα
ολοκόκκινο σαν φράουλα γινωμένη, το ποδαράκι της μικρό ίσαμε
την παλάμη των άλλων κοριτσιών, κορμάκι αλαφρολύγιστο, και τα
μαλλιά να χύνονται από την κορφή ως κάτω μπούκλες χρυσές.
Χρυσά ήταν και τα ρούχα της κι ασημοϋφασμένα, και το λαμπρό
μονόπετρο που φόραγε στο δάχτυλο άστραφτε σαν τον ήλιο.
Λίγο έλειψε να τυφλωθεί ο Γκουλίς από την τόση ομορφιά και
χάρη· μα σαν την ξανακοίταξε, πρόσεξε πως τα μάτια της ήταν
uγpά, γιατί έκλαιγε. «Πώς γίνεται», λέει ο Γκουλίς , «να την τρώει η
λύπη, τώρα που όλοι γύρω της παίζουν και διασκεδάζουν».
<<Πικραίνεται>> ,λέει ένα ανθρωπάκι, γιατι με το στανιό παντρεύεται δίχως τη θέλησή της. μ' άντρα που δεν τoV αγαπά. Ο βασιλιάς σκόπευε να τοu τη δώσει τρία χρόνια νωρίτερα, στα δεκαπέντε μόλις, μα εκείνη είπε τάχατες πολύ μικρή πως ήταν, για να γλιτώσει πρόσκαιρα. Της έδωσε ο βασιλιάς παράταση ένα χρό νο,
α έπειτα δυο, κι έπειτα τρεις, μα πια μήτε βδομάδα μήτ ε μια μέρ α
δεν της δίνει παραπάνω. Απόψε κλείνει τα δεκαοχτώ κι ώρα να την
παντρέψουν, αλλά . .. » και σούφρωσε το στόμα του σε μιαν άσκ ημη
γκριμάτσα, «αλλά αν βαστούν τα κότσια μου, στου βασιλιά το γιόκα
δεν τη χαραμίζω>).
Βαθιά λυπήθηκε ο Γκουλίς την όμορφη κυρούλα, τα λόγια αυτά
σαν άκουσε, και ράγισε η καρδιά του, που την παντρεύαν στανικά
με άντρα που δεν τον θέλει ή που, πολύ χειρότερα, θα ήταν να πά ρει
για άντρα έναν απαίσιο σίχογκ. Όμως μιλιά δεν έβγαλε, μόλ ο που
καταριόταν την ατυχιά που το έφερε να βοηθά ει εκείνους που θα
την κλέβανε μακριά από το σπίτι και τα γονικά της.Άρχισε τότε να συλλογιέται πώς να τη γλιτώσει, μα τίποτε δεν
έβρισκε. «Αχ, μόνο να μπορούσα λίγη να της χαρίσω βοήθει α κα ι
παρηγοριά, την ίδια τη ζωή μου θα 'δινα· μα τίποτε δε βλέπω να γί νεται)),
μονολογούσε.
Εκεί που κοίταζε, να σου και ο γιος του βασιλιά ζύγωσε να της
γυρέψει ένα φιλί, μα εκείνη απόστρεψε το πρόσωπο. Διπλά λυπήθηκε
ο Γκουλίς σαν είδε πως το παλικάρι την έσερνε από το απαλό
λευκό χεράκι να χορέψουν. Καθώς χορεύανε σιμά στο μέρος πο υ
στεκόταν ο Γκουλίς, έβλεπε καθαρά τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.
Σαν τέλειωσε ο χορός, ζύγωσαν ο γερο-βασιλιάς και η βασί λισσα,
η μητέρα της, για να της πουν πως είχε έρθει πια η στι γμή το ύ
γάμου. Ο επίσκοπος ήταν έτοιμος, κι η ώρα είχε φτάσει να τη ς φο ρέσουν
τη βέρα και να την παραδώσουν στον σύζυγό της.
Ο βασιλιάςπήρε τον νεαρό από το χέρι ια η βασίλισσα την κόρη
και πλησίαζαν στο βωμό, ενώ οι άρχοντες ια όλοι οι μεγιστάνες
ακολουθούσαν.
Καθώς έφταναν στο βωμό και τους χώριζαν μόλις δυο τρία μέτρα,
ο μικρός σίχογκ τέντωσε το πόδι του. Το κορίτσι σκόνταψε και
έπεσε. Πριν προφτάσει να σηκωθεί, έριξε πάνω της κάτι που βαστούσε
στο χέρι του, είπε δυο λόγια και στη στιγμή το κορίτσι χάθηκε
από ανάμεσά τους. Κανείς δεν την έβλεπε γιατί εκείνη η λέξη την
είχε κάνει αόρατη. Ο μικρός μας ανθρωπούλης* την άρπαξε και την
έκρυψε πίσω από τον Γκουλίς Μήτε ο βασιλιάς μήτε άλλος κανείς
τούς έβλεπε καθώς διαβήκανε όλη την αίθουσα ως την εξώθυρα.
Αλί! Παναγιά μου! Κακό που σηκώθηκε τότε. Τι τρόμος και τι
οδυρμός! Άρχισαν ν' απορούν και να ψάχνουν και να μουρμουρίζουν
μόλις χάθηκε η κυρά έτσι ανεξήγητα. Στο μεταξύ, εκείνοι είχαν
διαβεί τη θύρα του παλατιού οντας αθέατοι, δίχως κανείς να
τους σταματήσει ή να τους φέρει εμπόδιο
«Το φαρί, το χαλινάρι και τα σάγματα!» πρόσταξε το κάθε ξωτικό.
«Το φαρί, το χαλινάρι και τα σάγματα!» πρόσταξε κι ο Γκουλίς.
Στη στιγμή, το άλογο στάθηκε σελωμένο εμπρός του. «Τώρα,
Γκουλίς, ανέβα και βάλε πίσω την κυρά να φεύγουμε, γιατί ζυγώνει
η ώρα της χαραυyή9>.
Ο Γκουλίς την έβαλε πίσω στο φαρί και μπροστά καβάλησε ο
(δως. «Σήκω, άλογό μου», πρόσταξε, και το άλογο χύθηκε ξέφρενο
μαζ( με τ' άλλα, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα.
<<Τ' αψήλου πάνω απ' τις κορφές», φώναξαν τα ανθρωπάκια.
<<Τ αψηλού πανω απ' τις κορφές», είπε ια ο Γκουλίς. Στη στιγμη
μή έκανε το άλογο έναν πήδο ως τα σύννεφα κι από εκεί κατέβηκε στο Έριν
Δεν στάθηκαν εκεί μα πήγαν καλπάζοντας στο μέρος που ήταν
το σπίτι του Γκουλίς και η πρασιά στη στέγη. Κι όταν πια έφτασαν,
στράφηκε ο Γκουλίς, πήρε το κορίτσι στα μπράτσα του και πήδ ησε
από το άλογο.
«Σ' εξορκίζω, σε σταυρώνω και κοντά μου σε κρατώ, στ ' όνομα
του Θεού!» είπε κι αμέσως πριν καλά καλά ξεστομίσει τα λόγια , το
άλογο έπεσε καταγής και γίνηκε ένα στειλιάρι από το αλέτρι, γιατί
απ' αυτό το είχαν καμωμένο τα ξωτικά. Όλα τους τ' αλ όγατα έτσι
τα ειχαν καμωμένα, από παλιές σκού πες, σπασμένα ξύλα, ξερόχορτα και τα κοτσανια από μολόχες.
οι καλοκύριδες έμπηξαν τις φψνές μόλις άκουσαν τα λόγια του Γκουλις <<Βρε μασκαρά. βρε μπαγαμπόντη, που κακια  ώρα να σε βρει, γιατι μας έκανες τέτιο χουνέρι?>>
Αλλά. δεν είχαν πια δύναμη να κλέψουν το κορίτσι αφού την είχε ξορικσει ο Γκουλίς.
«Ωραία μας την έφερες για το καλό που σου κάναμε. Ποιο το
όφελος που σε πήγαμε ταξίδι ως τη Γαλλία; Έννοια σου, μασκαρά.
θα 'ρθει καιρός να πληrά)σεις. Να ξι:ρεις πως θα το μετανιώσεις».
«Όμως καλό δι: Οι: να δει απ' το κορίτσι ετούτο», είπε το ανθρωπάκι
που του μιλούσε στο παλάτι πριν από τα γεγονότα. Ζύγωσε
την κοπέλα και τη χτύπησε με την ανάστροφη στο μηνίγγι. «Τώρα
μουγκάθηκε. Γκουλίς Να δω τι Οα την κάνεις, που κουβέντα πια δε
θα σου λέει. Είναι ώρα να του δίνουμε ... μα Οα τα ξαναπούμε!»
Λέγοντας αυτά άπ/ ωσε τα δυο του χέρια και πριν προλάβει ο
Γκουλίς ν' απαντήσει, τρύπωσε στον αρχαίο προμαχώνα μαζί με
όλο του το σινάφι. Χάθηκαν από ι α μάτια τους και δεν ξαναφάνη-
καν πια.


Ο Γκουλίς στράφηκε στην κοπέλα και της είπε: <<Φύγανε. δόξα
τω Θεώ. Τάχα δεν είναι καλύτr.ρα να βρίσκεσαι μαζί μου, παρά με
δαύτους;» Εκείνη δεν απάντησε. «Την τρώει ακόμη η πίκρα κι η
στενοχώρια», σκέφτηκε ο l'κουλίς και της φνάπε: «Πολύ φοβούμαι
πως τη νύχτα θα πρέπει να κοιμηθείς στο πατρικό μου, κυρά. Αν
μπορώ να κάνω κάτι για σένα, πες μου, κι εγώ θα γίνω δούλος
σου».
Η όμορφη κοπέλα έμεινε σιωπηλή, όμως στα μάτια της ανέβη-
καν δάκρυα και το πρόσωπό της πότε χλόμιαζε πότε κοκκίνιζε.
«Κυρά», είπε ο Γκουλίς. «πες μου τι θες κι εγώ θα το κάνω. Δεν
είμαι από το σι νάφι των σίχογκ που σ' έκλεψαν. Εγώ είμαι γιος ενός
Οι καλοκύρηδες έμπηξαν τις φωνές μόλις άκουσαν τα λόγια τού
Γκουλ{ς:
«Βρε μασκαρά, βρε μπαγαμπόντη, που κακιά ώρα να σέ βρει,
γιατί μας έκανες τέτοιο χουνέρι;»
Αλλ.ά δι-ν είχαν πια δύναμη να κλέψουν το κορίτσι αφού την είχε
ξορκίσει ο Γκουλίς.
«Ωραία μας την έφερες για το καλό που σου κάναμε. Ποιο το
όφελος που σε πήγαμε ταξίδι ως τη Γαλλία; Έννοια σου, μασκαρά,
θα 'ρθει καιρός να πληρώσεις. Να ξέρεις πως θα το μετανιώσεις».
«Όμως καλό δε θε να δει απ' το κορίτσι ετούτο», είπε το ανθρωπάκι
που του μιλούσε στο παλάτι πριν από τα γεγονότα. Ζύγωσε
την κοπέλα και τη χτύπησε με την ανάστροφη στο μηνίγγι. «Τώρα
μουγκάθηκε, Γκουλίς. Να δω τι θα την κάνεις, που κουβέντα πια δε
θα σου λέει. Είναι ώρα να του δίνουμε ... μα θα τα ξαναπούμε!»
Λέγοντας αυτά άπλωσε τα δυο του χέρια και πριν προλάβει ο
Γκουλίς ν' απαντήσει, τρύπωσε στον αρχαίο προμαχώνα μαζί με
όλο το υ το σινά φι. Χάθηκαν από τα μάτ ια τους και δεν ξαναφάνηκαν
πια.
Ο Γκο υλίς στράφηκε στην κοπέλα και της είπε: «Φύγανε, δόξα
τω Θεώ. Τάχα δ εν είναι καλύτερα να βρίσκεσαι μαζί μου, παρά με
δαύ το υς;» Εκείνη δεν α πάντησε. «Την τρώει ακόμη η πίκρα κι η
στενο χώρι α», σκέφτηκε ο Γκουλίς και της ξανάπε: «Πολύ φοβούμαι
πως τη νύχτα θα πρέπει να κοιμηθείς στο πατρικό μου, κυρά. Αν
μaορώ να κάνω κάτι για σένα, πες μου, κι εγώ θα γί νω δούλος
σου>> Η όμορφη κοπέλα έμεινε σuοπηλή, όμως στα μάτια της
ανέβηκαν δάκρυα και το πρόσcοπό της πότε χλόμιαζε πότε κοκκίνιζε
<<Κυρά>> είπε ο Γκουλίς  .σ:ις μαu τι θες και εγω θα το κάνω. Δεν είμαι από το σινάφι των σίχογκ που σέκλεψαν .Εγω έιμαι γιοσ ενός τίμιου αγρότη και βρέθηκα μαζί τους άθελά μου. Άμα μπορώ να σε
στείλω πίσω στον πατέρα σου, θα το κάνω. Και τώρα, σε παρακαλώ,
πρόσταξε ό,τι θέλεις».
Την κοίταξε στο πρόσωπο κι είδε το στόμα να σαλεύει σαν να
ήθελε ν' αποκριθεί, μα λέξη δεν μπορούσε να βγει.
«Δε γίνεται», είπε ο Γκου λίς, «να 'σαι μ ουγκή. Δε σ' άκουσα
που μίλησες με τ ο γιο του βασιλιά απόψε στο παλάτι; Ή μην τυχ ό ν
σε μούγκανε ο δαίμονας με το σκαμπίλι που 'δωσε το βρωμερό του
χέρι;»
Η κοπέλα σήκωσε το απαλό άσπρο χεράκι κι έβαλε το δάχτυλο
στη γλώσσα, σημάδι πως είχε χάσει τη φωνή κα ι της λαλιάς τη δύναμη,
κι από τα δυο της μάτ ια τρέχαν ποτάμι δάκρυα. Υγράνθηκαν
και του Γκουλίς τα μάτια γιατί, αν κι έμοιαζε άξεστος, στο βάθος είχε
τρυφερή καρδιά και δεν άντεχε να βλέπει την κορασιά σε τέτοια
κατάντι α.
Άρχισε να συλλογ ιέται τι έπρεπε να κάνει . Δεν την πήρε μαζί
του στο σπίτι γιατί ήξερε καλά πως δεν θα τον πίστευαν , αν τους
έλεγε πως πή γε στη Γαλλία κι έφερε μαζί του από εκε ί τη θυγατέρα
του βασιλιά. Φοβήθηκε μην κοροϊδέψουν την aρχοντοπούλα και
την προσβάλουν.
Καθώς έστεκε κι αναρωτιόταν τι να κ άνει, θ υμήθηκε άξαφνα
τον παπά. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε. «Τώρα ξέρω τι θα κάνω. Θα την
πάω στο σπίτι του παπά, κι εκείνος δε θα μου αρνηθεί να την κρατήσει
και να την περιποιηθεί». Στράφηκε πάλι προς την κυρά και
της εξήγ ησε πως δεν ήθελε να την πάει στο πατρικό τ ου, αλλά θα
την πήγαι νε σ' έναν πολύ καλό ιερέα που θα την περιποιόταν όσο
μπορούσε, αν εκείνη έστερ γε να μείνει στο σπίτι του· μα αν προτιμούσε
να πάει σε όΧλ.ο μέρος, θα τη συνόδευε ο ίδιος.
Έσκυψε το κεφάλι για να του δείξει την ευγνωμοσύνη της και
του έδωσε να καταλάβει πως; ήταν έτοιμη ν' ακολοuθησει όποu πή­γαινε εκείνος πάμε στο σπίτι του παπά. Μου χρωστάει μεyάλη υποχρέωση κι ο, τι ζητήσω θα το κάνει».
Ξεκίνησαν λοιπόν για το σπίτι του παπά και με την ανατολή τού
ήλιου έφτασαν στην πόρτα. Έκρουσε δυνατά ο Γκουλίς, κι ο παπάς
χου ήταν ξύπνιος από νωρίς ήρθε κι άνοιξε ο ίδιος. Σαν είδε τον
Γκουλίς με το κορίτσι απόρησε, γιατί νόμισε πως έρχονταν να τους
παντρέψει.
«Γκουλίς, παλικάρι μου, τόση βιασύνη σ' έπιασε και δεν μπορείς
να περιμένεις ως τις δέκα η ώρα ή ως τις δώδεκα, μόνο μού
κουβαλιέσαι τέτοιαν ώρα εσύ κι η αγαπητικιά σου να σας παντρέψω;
Δεν ξέρεις πως τόσο πρωί οι γάμοι δε συνηθίζονται ... τουλάχιστον
οι νόμιμοι. Αχαχούχα!» έκανε ξαφνικά, καθώς κοίταξε πάλι
την κοπέλα. «Χριστός και Παναγιά! Ποια είναι ετούτη που 'φερες;
Ποιο είναι τ' όνομά της και πού τη βρήκες;»
«Πάτερ», απάντησε ο Γκουλίς, «όποιονα θέλεις πάντρεψε,
κι εμένανε και άλλον, μα τώρα δα δε σου 'ρχομαι για παντρειές μονάχα
να σου ζητήσω, αν μπορείς φιλοξενία να δώσεις σε τούτη εδώ
την κοπελιά)).
Τόνε κοιτάζει ο παπάς, σαν να είχε στην κορφή του δέκα κεφάλια,
μα ερώτηση δεν του έκανε άλλη, μόνο τους άνοιξε να μπουν,
εκείνος κι η κοπέλα, κι όταν μπήκαν, έκλεισε, τους πήγε στο σαλόνι
κι έβαλε να καθίσουν.
«Τώρα, Γκουλίρ), του λέει, «πες μου στ' αλήθεια ποια είναι
ετούτη η κυρά. Μην έχασες το νου σου ή μήπως έχεις όρεξη αστεία
να μου κάνεις;))
«Μήτε σου λέω ψέματα μήτε που χωρατεύω), αποκρίθηκε ο
Γκουλίς. «Μα φέρνω ετούτη την κυρά από το ανάκτορο του βασιλιά Γάλλων
ια είναι του γάλλου βασιλιά μονάχη θυγατέρα>).
Έπιασε τότε κι ιστόρισε στον ιερέα τα πάντα κι αυτός από τη κατάπληξη κι από θαυμασμό χότε φαινή τού ξέφευγε και πότε παλαμάκια εχτύπαγε.
την ώρα που ο Γκοuλίς έλΕγε πως η ιαιρά δεν ήθελε να γiνει αυός
ο Ύάμος που χάλασαν τα ξωτικά, τα μάγουλα της κοπελιάς κοκκίνισαν,
κι εκείνος σιγουρεύτηκε πως ειλικρινά προτιμούσε να είναι
στην τωρινή τη θέση της-κι ας ήταν τόσο άσκημα-παρά να
πάρει γι' άντρα της άνθρωπο που μισούσε Όταν του ζήτησε ο
Γκουλίς να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του, ο αγαθός παπάς δέχτηκε
μετά χαράς, μόνο που δεν 1Ίξεrε τι πρέπει να την κάνουν αφού δεν
είχαν χρήματα για να τη στείλουν πίσω, στον πατέρα της ξανά.
Ο Γκουλίς αποκρίθηκε πως κι ο ίδιος ανησυχοίσε γι' αυτό και
άλλη λύση δεν έβρισκε από το να μη μαθευτεί το πράμα. ώσπου να
βρεθεί ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Συμφώνησαν λοιπόν να πει ο
παπάς πως τάχα ήτανε κόρη του αδελφοί> του, που είχε έρθει επίσκεψη
από άλλη κομητεία. Θα έλεγαν παντού πως ήτανε μουγκή
'
και θα την κρατούσαν μα ριά από τον κόσμό. Εξήγησαν το σχέδιό
τους στο κορίτσι, κι εκείνο έδειξε με το βλ '.μμα πως χρωστούσε ευγνωμοσύνη
για όλα.
Τότε ο Γκουλίς τράβηξε για το σπίτι του, κι όταν ρώτησαν οι
δικοί του πού είχε πάει, απάντησε πως τον πήρε ο ύπνος σιμά στο
πυρyάκι και πέρασε τη νύχτα εκεί.
Οι γείτονες του παπά απόρησαν που άξαφνα ήρθε ένα κορίτσι
στο σπίτι του, δίχως κανείς να ξέρει πούθε κρατούσε η σκούφια της
ή τι δουλειά είχε εδώθε. Μερικοί λέγανε πως τα πράγματα δεν ήταν
όπως φαίνονταν, κι άλλοι πως ο Γκουλίς πολύ είχε αλλάξει τα φερσίματά
του, ύστερα από μια μεγάλη περιπέτεια, και τώρα ξημεροβραδwζόταν
στου παπά, κι ο παπάς τού έδειχνε εύνοια και σεβασμό
μεrάλο, πράyμα ανεξήγητο.
Και είχανε δίκιο, γιατί δεν περνούσε μέρα που να μην πάει ο
Γκουλίς στο σπίτι του ιερέα, να συζητήσει μαζί του κι έπειτα να δει
αν είναι η κοπέλα καλά και να της μιλήσει. Μα, αλίμονο! Εκείνη
έμενε σιωπηλή πάντα, δίχως γιατρειά ή καλυτέρεψη καμία. Μην
μπορώντας να βγάλει μιλιά, του έκανε χίλια δυο νοήματα κουνώντας
τα χέρια και τα δάχτυλα, έκλεινε τα μάτια, ανοιγόκλεινε το
στόμα, χαμογελούσε, γέλαγε και, έτσι, γρήγορα κατάφεραν να
συνεννοούνται οι δυο τους μια χαρά. Ο Γκουλίς δεν έπαυε να γυρεύει
τρόπο πώς να τη στείλει πίσω στον πατέρα της μα δεν υπήρχε
άνθρωπος να τη συνοδέψει κι ο ίδιος δεν ήξερε το δρόμο, γιατί ποτέ
δεν είχε βγει από τα σύνορα της δικής του χώρας παρ' εκτός εκείνη
τη βραδιά που πήγε και την έφερε από τη Γαλλία. Ούτε ο παπάς
έβρισκε τίποτε καλύτερο. Μονάχα όταν του ζήτησε ο Γκουλίς, έκατσε
κι έγραψε τρεις τέσσερις φορές γράμματα στον βασιλιά τής
Γαλλίας και τα έδωσε στους πραματευτάδες που γύριζαν από τόπο
σε τόπο και διάβαιναν τη θάλασσα· όλα όμως παράπεσαν και κανένα
δεν έφτασε στα χέρια του βασιλιά.
Πέρασαν έτσι μήνες πολλοί. Μέρα με τη μέρα ο Γκουλίς την
ερωτευόταν ολοένα πιο δυνατά, κι εκείνη, απ' ό,τι έβλεπε το παλικάρι
κι ο παπάς, τον συμπαθούσε. Το παιδί άρχισε τώρα να φοβάται
πολύ, μη μάθει ο βασιλιάς πού είναι η κόρη του κι έρθει να την πάρει
πίσω. Παρακάλεσε λοιπόν τον ιερέα να μη στείλει άλλα γράμματα
πια, μονάχα ν' αφήσει το ζήτημα στο θέλημα του Θεού.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος, ώσπου μια μέρα, την τελευταία μέρα
του τελευταίο υ μήνα του φθινοπώρου, ο Γκουλίς βρισκόταν ξαπλωμένος
στο χορτάρι κι αναλογιζόταν όσα γίνηκαν από τη βραδιά που
διάβηκε τη θάλασσα μαζί με τους σίχογκ. Τότε αίφνης, θυμήθηκε
χΦς μια ν6χτα του Νοέμβρη καθόταν ακουμπισμένος στον πίσω
τόιχο του σπιτιου  όταν ήρθε ο ανεμοστρόβιλος που έφερε τους σίχογκ και μουρμούρισε
<<Απόψε είναι ίδια νλυχτα του Νοέμβρη ξανά, Θα πάω πάλι να σταθώ στο ίδιο μέρος ααν πέρισι να δω αν θα έρθουν οι καλοκύριδες
Ίσως να μάθω τίποτε χρήσιμο για να ξαναποκτήσει η Μαίρη τη μιλιά της>>
 έτσι την έλεγαν αυτός ιcι ο ιερι.
ις την κόρη τοu βασιλιά, μην ξέροντας ποιο ήταν τ' όνομά της το
σωστό. Φανέρωσε την πρόθεσή του στον παπά, κι εκείνος του έδωσε
την ευλογία του.
Καθώς σκοτείνιαζε, ανέβηκε ο Γκουλίς στον προμαχώνα και
στάθηκε με τον αγκώνα ακουμπισμένο πάνω σε μια παλιά γκρίζα
πέτρα να περιμένει ώσπου να φτάσουν τα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι
βγήκε αργά σαν μπάλα φωτιάς πίσω του. Μια άσπρη αντάρα ανέβηκε
πάνω από τα βοσκοτόπια και τους βάλτους, γιατί ερχόταν η
δροσιά της νύχτας ύστερα από τη μεγάλη ζέστη της ημέρας. Η νύχτα
ήταν γαλήνια, όπως είναι στις λίμνες άμα δεν φυσάει άνεμος να
ξεσηκώσει το παραμικρό κυματάκι. Ούτε θόρυβος ακουγόταν κανείς,
εξόν από το βουητό που έκαναν τα ζουζούνια που περνούσαν
κάπου κάπου, τις ξαφνικές κρωξιές που έβγαζαν οι αγριόπαπιες καθώς
πετούσαν από λίμνη σε λίμνη, μισό μίλι πάνω από το κεφάλι
του, ή το διαπεραστικό σφύριγμα που αφήνει το χρυσό και το πράσινο
βροχοπούλι που όλο ανεβαίνει στα ψηλά και δώστου ξαναπέφτει
κάθε τόσο μέσα στην ήσυχη νύχτα. Μύριες μυριάδες άστρα
λαμποκοπούσαν πάνω από το κεφάλι του κι είχε κομματάκι πάχνη,
που έκανε το γρασίδι ασπρουδερό και τριζάτο κάτω από τα πόδια.
Πέρασε έτσι μια ώρα, πέρασαν δυο, πέρασαν τρεις, κι η πάχνη
πύκνωσε πολύ, ώσπου, μόλις έκανε να κουνηθεί, άκουγε κάτω από
το πόδι του να σπάζουν τα κρουσταλλάκια. Με τα πολλά, άρχισε να
βάζει με το νου του πως οι σίχογκ δεν θα έρχονταν εκείνο το βρά δυ
ιcαι καλύτερα να γύριζε στο σπίτι, όταν άκουσε έναν ήχο μακρινό
νσ χλησιάζει κι αμέσως τον κατάλαβε. Ο ήχος δυνάμωσε. Στην αρχή γίνηκε σαν τα κύματα ποu σκάνε σε απόκρημνο γιαλό, έπειτα σαν νερά ποu πέφτουν από καταρράχτη μεγάλο, και τέλος ήρθε ο
ιινιμοστρόβιλος και -χύθηκε διαμιάς μέσα στον περίβολο, ιcι οι σίχσΥΚ
ήταν χωμένοι μέσα του.
Η αντάρα ζύγωσε τόσο απότομα που του έκοψε την ανάσα, αλλά
συνήρθε σύγκαιρα κι έστησε αυτί να ακούσει τι λένε.
Δεν πρόλαβαν να συναχτούνε μέσα στο πυργί κι έμπηξαν όλοι
τις στριγκλιές, και πιάσανε κουβέντα, και φώναξε ο καθένας τους:
«Το φαρί, το χαλινάρι και τα σάγματα! Το φαρί, το χαλινάρι και τα
σάγματα!» Ξεθάρρεψε ιcι ο Γκουλίς κι έκανε να φωνάξει πιο δυνατά
απ' όλους: «Το φαρί, το χαλινάρι και τα σάγματα! Το φαρί, το
χαλινάρι και τα σάγματα!» Μα πριν προλάβει να ξεστομίσει τα λόγια,
φωνάζει κάποιος: «Για δείτε! Γκουλίς, αγόρι μου, ξανάρθες
αντάμα; Π ώς πας με τη γυναίκα σου; Μην το φωνάζεις το άλογο
απόψε. Στο λόγο μου, δε θα μας ξανακάνεις άλλα κόλπα. Ωραία μάς
την έφερες πέρσι».
«Ν αι», απόσωσε ένας άλλος, «δε θα μας ξαναγελάσει».
«Μωρέ, σπουδαίος παλικαράς! Πήρε γυναίκα που δε λέει μήτε
"Τι κάνετε;" ένα χρόνο τώρα», σιγοντάρισε ένας τρίτος.
«Μόνο να τη θωρεί του φτάνει», είπε μια άλλη φωνή.
«Αν ήξερε ο μπούφος πως βγαίνει ένα βοτάνι σιμά στην πόρτα
του, που άμα το βράσει και το πιει, θε νά βρει τη μιλιά της ... )) λέει
κάποιος άλλος.
«Γεια στο στόμα σου.
«Είναι μπούφοζ)).
«Αντέστε τώρα, φεύγουμε. Μην πονοκεφαλάτε με δαύτΟΥ)).
«Να μείνει ο βλάκας στο χάλι του!)).
Υψώθηκαν ευθύς στον αέρα και γίνηκαν άφαντοι μέσα σε μια
αναμπουμπούλα, όπως είχαν έρθει. Ο άμοιρος Γκουλίς έμεινε εκεί
ασάλευτος και κόντευαν να του πεταχτούν τα μάτια έξω απ. το κεφάλι
από το θάμα που έβλεπε.
,
Σε λίγο κίνησε να φύ'yει και μελετούσε κατά νου όσα είχε δει και
ειχε ακουσει, κ ι αναρωτιόταν τάχατες ποιο να ήταν το βοτάνι σιμά στην πόρτα, που θα έκανε να ξαναβρεί τη λαλιά της η θυγατ έρα τού
βασιλιά. « Δε γί νεται», μουρμ ούριζε. <<Αν ήταν για καλό μου, δε θα
μου το μαρτύραγε. Μα πάλι, μπορεί και να του ξέφυγε κι οι άλλοι
δεν το πρόσεξαν. Ταχι ά μόλις ο ήλιος ανεβεί θα ψάξω πλάι στο σπίτι μήπος φυτρώνει κατιτίς άλλο από τριβόλοuς κι αγκάθια>.
Μπήκε στο σπίτι και μόλο που ήταν κουρασμένος μάτι δεν έκλεισε ώσπου εβyήκε ο ήλιος την αυγή. Τότε σηκώθηκε και πήγε
ιιμtσως να ψάξει ολούθε ανάμεσα στα χόρτα γύρω από το σπίτι,
μήπως και βρει ένα βότανο που να μην το γνωρίζει. Κι αλήθεια, δεν
ξεμάκρυνε πολύ το ψάξιμο, γιατί είδε ένα βοτάνι aψηλό, παράξενο,
να βγαίνει σιμά στη στέγη του σπιτιού.
Πήγε κοντά, το κοίταξε, κι είδε να ξεπετιούνται εφτά κλαδάκια
που 'βγαιναν από το βλαστό, και πάλι φυλλαράκια εφτά από το κάθε
κλαδουλάκι, κι επάνω τους άσπρος χυμός. «Απίστευτο», ψιθύρι σε,
«ποτέ να μην προσέξω τούτο το βότανο πιο πριν. Φαίνεται τόσο
αλλιώτικο που αν γίνεται να υπάρχει ένα βοτάνι αγαθό στον κόσμο,
ετούτο θα 'ναι».
Έβγαλε το μαχαίρι του, έκοψε το βοτάνι και το 'φερε στο σπίτι
του. Του μάδησε τα φύλλα κι έκοψε φέτες το βλαστό, απ' όπου αναπηδούσε
ένας πηχτός λευκός χυμός, πώς βγαίνει από το ζοχό όταν
κοπεί, μόνο έμοιαζε πιο λαδερός.
Το έβαλε σ' ένα τσουκαλάκι με λίγο νερό και το άφησε στη
φωτιά να βράσει, κι ύστερα πήρε ένα φλιτζάνι, γέμισε το μισό χυμό
και το 'φερε στα χείλη. Του πέρασε από το μυαλό μην ήταν δηλητήριο
που του πάσαραν πονηρά οι καλονοικοκυραίοι να τον ξεκάνουν
αυτόν ή τυχόν να φαρμακώσει άθελά του την κοπέλα. Ξανάφησε το
κύπελλο και πήρε τρεις σταγόνες στην άκρη του δαχτύλου του για
να το δοκιμάσει. Πικρό δεν ήταν κι είχε μάλιστα γεύση γλυκιά
κι ωραία. Ξεθάρρεψε κι ήπιε σχεδόν όσο μια δαχτυλήθρα, σε λίγο
άλλο τόσο, και δεν έστερξε να σταματήσει παρά όταν κατέβασε το
μισό φλιτζάνι. Τότε αποκοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν βράδυ και
τον θέρtζε μεγάλη πείνα όσο και δίψα.
Τιbρα έπρεπε να καρτερεί όσο να γίνει μέρα, έχοντας πάρει
απόφαση το πρωί μόλις ξυπνήσει να πάει στην κόρη 'του βασιλιά και να της δcfισει να πιει χυμό από το βότανο.Βυθός μόλις σηκώθηκε το άλλο πρωινό κίνησε για το σπίτι το6
χαά με το πιοτό στο χέρι. Πρώτη φορά του ένιωθε τόση τόλμη ιcαι
γενναιότητα, τόση δύναμη κι αλαφράδα, κι ήτανε πέρα για πέρα σίγουρος
πως το mοτό είχε χάρισμα να εγκαρδιώνει τόσο.
Φτάνοντας στο σπίτι βρήκε τον παπά και την κοπέλα ανήσυχους γιατι είχε δυο μέρες να φανεί Τους είπε όλα τα νέα κι ακόμη πως mστεύει στη δύναμη τού βοτανιού πωσ διόλου δεν θα βλάψει άμα το πάρει η κυρά, αφού είχε δοκιμάσει και ο λιδιος κι ωφελήθηκε. Τησ έδωσε λιγάκι, κάνοντασ όρκο ιερό πως ήτανε αθώο Η κοπέλα πήρε την κούπα από τον Γκουλίς ιcι ήπιε τη μισή. Έπειτα έyειρε στο κρεβάτι της και βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ και δεν ξανασηκώθηκε από τον ύπνο εκείνο παρά την άλλη μέρα το πρωί.
Ο Γκουλίς με τον παπά την παραστέκανε ολονυχτίς ώσπου να
ξημερώσει, ανάμεσα στην προσδοκιά η κόρη να γλιτώσει ή φόβο
μην πάθει άλλο κακό.
Ξύπνησε τέλος, όταν ο ήλιος πια μεσουρανούσε. Τρίβει τα μάτια
της κι έμοιαζε με άνθρωπο που δεν ξέρει πού βρίσκεται. Ξαφνιάστηκε
βλέποντας τον Γκουλίς με τον παπά να βρίσκονται μαζί
της στην ίδια κάμαρα κι ανακάθισε πασχίζοντας να συγκεντρώσει
τις σκέψεις της.
Οι δυο άντρες είχαν μεγάλη αγωνία να δουν αν θα μιλήσει ή όχι
κι αφού σώπασαν για δυο λεπτά, της λέει ο παπάς:
«Κοιμήθηκες καλά, Μαίρη;»
Κι εκείνη aποκρίνεται:
«Μάλιστα, ευχαριστώ».
Μόλις την άκουσε ο Γκουλίς να μιλάει, έβγαλε μια κραυγή χαράς.
Τ ρέχει, πέφτει στα γόνατα μπροστά της και της λέει: «Μύρια
δοξάζω το Θεό που 'φερε τη λαλιά σου πίσω· αφέντρα της καρδιάς
μου, μίλησέ μου ξανά)).
Η κυρά αποκρίθηκε πως τώρα τον θυμάται που έβρασε το βότανο
για χάρη της, να την κάνει καλά. Του 'πε πως του χρωστά από
καρδιάς μεγάλη ευγνωμοσύνη για την ευγένεια που έδειξε αφότου
πρωτόφτασαν στην Ιρλανδία και να 'ναι σίγουρος πως ποτέ δεν θα
το aποξεχάσει.
Ο Γκουλίς κόντευε να ξεψυχήσει από χαρά κι αγαλλίαση. Ύστερα
της έφεραν φαγητό, κι εκείνη έφαγε με μεγάλη όρεξη. Ήτανε τοση η χαρά κι ευτιχία της που δεν έπαυε να μιλάει με τον παιά
"όση ώρα έtρωγε.
Έπειτα ο Γκουλίς γύρισε στο σπίτι του και ξαπλώθηκε στο κρεβάτι
να κοιμηθεί, γιατί η επίδραση του βοτανιού δεν είχε περάσει
όλη κι έπεσε σε ύπνο βαθύ για ένα μερόνυχτο ακόμη. Σαν ξύπνησε
πήγε πάλι στο σπίτι του παπά και βρήκε την κοπέλα να κοιμάται
σχεδόν αφότου την είχε αφήσει.
Μπήκε στην κάμαρά της με τον παπά κι έκατσαν να περιμένουν
ώσπου να ξυπνήσει για δεύτερη φορά. Μετά έπιασαν πάλι την κουβέντα
κι ο Γκουλίς πετούσε από τη χαρά του. Ο παπάς τούς έστρωσε
τραπέζι ξανά κι έφαγαν μαζί, κι από τότε ο Γκουλίς ερχόταν στο
σπίτι κάθε μέρα κι η φιλία του με τη θυγατέρα του βασιλιά γίνηκε
πιο μεγάλη, γιατί, μην έχοντας άλλον να μιλήσει παρά μονάχα τον
Γκουλίς και τον παπά, η κοπέλα προτιμούσε πιο πολύ τον Γκουλίς.
Έτσι λοιπόν, παντρεύτηκαν κι έκαναν πανηγύρια, κι αν ήταν
να 'μουνα εκεί, δεν θα 'μουν εδώ πέρα, μα τ' άκουσα από τα πουλιά
πως λύπη και κακοτυχιά, σκοτούρα και φροντίδα κι αρρώστια δεν
τους χτύπησε ως τη στερνή τους ώρα, κι άμποτε να είχαμε όλοι
εμείς την τύ-χη τη δική τους, ελόγου σας κι ελόγου μου!

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts