Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ NΤΙANTPI

Ηταν μία φορα στην Ιρλανδία ένας άνθρωπος που τον
έλεγαν Μάλκολμ Χάρπερ. Ήταν αγαθός άνθρωπος κι είχε
όλου του κόσμου τα καλά. Παντρεμένος ήταν, αλλά δίχως παιδιά .
Κάποτε έφτασε στ' αυτιά του πως γύρισε στην πατρίδα τους ένας
φημισμένος μάντης κι ο καλός αυτός άρχοντας θέλησε να τον πάρει
κοντά του. Πάντως, είτε τον προσκάλεσαν είτε κόπιασε μόνος του,
ο μάντης ήρθε στο σπίτι του Μάλκολμ.
«Κάνεις προφητείες;» ρώτησε ο Μάλκολμ.
«Ναι, καμιά φορά. Θέλεις να μάθεις κάτι;»
«Ε, αν έχεις κάτι να μου πεις, από σένα θα το άκουγα ευχαρίστως
».
«Τι λογής προφητεία θέλεις;»
«Να, θα 'θελα να μου π'εις τη μοίρα μου , να μάθω τι με περιμέ-
νει, αν μπορείς» .
«Εντάξει. Τώρα θα βγω έξω κι όταν γυρίσω, θα σου πω».
Βγήκε ο μάντης για λίγο έξω από το σπίτι κι έπειτα ξαναγύρισε.
«Είδα με τα μάτια της ψυχής μου πως εξαιτίας της κόρης σου θα
χυθεί τόσο αίμα όσο δε χύθηκε ποτέ στο Έριν αφότου γεννήθηκε ο
χρόνος κι οι φυλές των ανθρώπων. Οι τρεις πιο δοξασμένοι ήρωες
που γεννηθήκανε ποτέ θα χάσουν τη ζωή τους για χάρη της», προφήτεψε
ο μάντης.Σε λίγο καιρό ο Μάλκολμ απόχτησε μια κόρη. Ψυχή δεν άφηνε
να πλησιάσει το σπίτι του παρά μονάχα αυτός κι η παραμάνα.
«Μπορείς να μεγαλώσεις το παιδί κρυφά, που μάτι ανθρώπου να μη
δει κι αυτί να μην ακούσει λέξη για λόγου της;» ρώτησε τη γυναίκα.
Εκείνη δέχτηκε. Ο Μάλκολμ πήρε τρεις άντρες κι ανέβηκε σε
ένα ψηλό βουνό, τόσο μακριά που κανείς δεν το είχε δει ποτέ. Βρήκε
ένα λοφάκι, πράσινο και στρογγυλό, κι έβαλε να το σκάψουν
στη μέση. Έπειτα κάλυψαν προσεχτικά την τρύπα για να κατοικήσει
εκεί η μικρή κομπανία. Έτσι κι έγινε.
Η Ντίαντρι κι η θετή της μάνα κατοικούσαν στο καλυβάκι ανάμεσα
στους λόφους δίχως υποψία άλλου ανθρώπου γύρω τους και
δίχως τίποτε να συμβεί ώσπου η Ντίαντρι έγινε δεκάξι χρονών. Ψήλωσε
το κορμάκι της σαν τη μικρή βαλανιδιά και γίνηκε όμορφη
σαν το aνθάκι πάνω στα μούσκλα. Τέτοιο πλάσμα πανώριο, γλυκό
και τρυφερό δεν είχε ξαναπατήσει ανάμεσα ουρανό και γη σ' όλη
την Ιρλανδία. Μόλις την κοιτούσε κάποιος, άλλαζε χρώμα και γινόταν
κόκκινη σαν τη φωτιά.
Η γυναίκα που την ανέτρεφε φρόντισε να της μεταδώσει όλες τις
γνώσεις και τις τέχνες που κάτεχε η ίδια. Της έμαθε με τ' όνομα όλα
τα χορτάρια που ριζώνουν στη γη, τα πουλιά που κελαηδούν στο δάσος
και τ' άστρα που λάμπουν στον ουρανό. Μόνο που δεν την άφηνε
να έχει κουβέντα και συναναστροφή με κανέναν άνθρωπο στον
κόσμο. Όμως μια σκοτεινή νύχτα του χειμώνα με άγρια μαύρα σύννεφα,
έτυχε να περνά τα βουνά κουρασμένος ένας κυνηγός. Είχε χάσει
το δρόμο του και τους συντρόφους του. Καθώς πλανιόταν κατάκοπος
πάνω στα βουνά, τον έπιασε νύστα κι έγειρε στην πλαγιά
του ωραίου πράσινου λόφου όπου βρισκόταν η Ντίαντρι. Αποκαμωμένος
από την πείνα, την πεζοπορία και το κρύο έπεσε σε ύπνο βαθύ,
εκεί πλάι στο πράσινο βουναλάκι της Ντίαντρι, κι είδε ένα όνειρο
ολοζώντανο, πως τάχα ζεσταινόταν μέσα σε μια νεραϊδοφωλιά, κι οι
νεράιδες έπαιζαν μουσική. Έβγαλε μια φωνή στον ύπνο του, αν τυχόν
ήταν κανείς εκεί κοντά, να τον λυπηθεί στο όνομα του Θεού. Τον
άκουσε η Ντίαντρt κι είπε στην παραμάνα: «Παραμάνα, τι φωνή
ήταν αυτή;» «τίποτε, Ντίαντρι-είναι τα πουλιά που έχασαν το
δρόμο και γυρεύουν να βρουν τη συντροφιά τους. Άσ' τα να φύγουν.
Δεν έχει εδώ, στο ξέφωτο, καταφύγιο και στέγη για δαύτα». «Αχ, παραμάνα,
το πουλί παρακαλεί στο όνομα του Κυρίου της Φύσης, και
εσύ η ίδια μου 'χεις πει πως ό,τι μας ζητάνε στ' όνομά Του πρέπει να
το κάνουμε. Αν δεν aφήσεις το πουλί που μούδιασε από το κρύο και
πεθαίνει νηστικό να μπει μέσα, τότε ούτε λόγια λες σωστά ούτε πίστη
έχεις. Μα εγώ υπακούοντας στα λόγια και την πίστη που με δίδαξες,
θ' αφήσω το πουλί να μπει μέσα» . Σηκώθηκε η Ντίαντρι, τράβηξε
το μάνταλο από το πορτί κι έβαλε μέσα τον κυνηγό. Έσυρε κάθισμα
στη γωνιά, έφερε φαγητό και πιοτό, κατά πως έπρεπε, για τον
φιλοξενούμενο. «Σ ' εξορκίζω, στη ζωή σου και στο ρούχο που φορείς,
άνθρωπε που μπήκες εδώ, κράτα το στόμα σου κλειστό!» παρακάλεσε
η γριά. «Δεν είναι πράμα δύσκολο το στόμα να κρατήσεις
κλειστό, για το μέρος που ή βρες ζεστασιά, στέγη και φιλοξενία μια
τέτοια άγρια νύχτα του χειμώνα». «Να σου πω», αποκρίθηκε ο κυνηγός
. «Εγώ μπορεί να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και τη γλώσσα
μαζεμένη, μια που μπήκα στο σπίτι σου και βρήκα φιλοξενία· μα,
στο χέρι του πατέρα σου, του παππού σου, και στα δυο δικά σου,
θαρρείς πως αν κάποιοι άλλοι άνθρωποι απ' τον κόσμο έβλεπαν τούτο
το πανώριο πλάσμα που κρατάς κρυμμένο, θα το άφηναν ποτέ
κλεισμένο εδώ μαζί σου;»
«Τι άνθρωποι είναι αυτοί που λες;» ρώτησε η Ντίαντρι.
«Θα σου τους πω, κοπέλα μου», αποκρίθηκε ο κυνηγός. «Είναι ο
Νις, ο γιος του Άσναχ, και ο Άλλεν κι ο Άρντεν, τα δυο του αδέλφια».
«Σαν πώς μοιάζουν, αν τους δει κανείς;»
«Έχουν μαλλιά σαν του κοράκου το φτερό, δέρμα άσπρο σαν
του κύκνου, μάγουλα κόκκινα όπως το αίμα του καφεκόκκινου μοσχαριού,
στη γρηγοράδα και στο πήδημα ίδιοι πέστροφες στο χείμαρρο
και λάφια στην ανοιχτωσιά. Όσο για τον Νις, ξεπερνάει στο
μπόι ένα κεφάλι και μισό όλα τα παλικάρια του Έριν».
«Όπως και να μοιάζουν», τον έκοψε η παραμάνα, «σήκω να φύγεις
από δω, να πάρεις άλλη στράτα. Μα το Φως και μα τον Ήλιο,
αληθινά σου λέω, πολύ με κακοκάρδισες κι ελόγου σου κι ετούτη
που σ' άνοιξε να μπεις!» 
Έφυγε ο κυνηγός και τράβηξε γραμμή για το παλάτι τού βασιλιά
Κόνναχαρ. Ζήτησε ακρόαση, και ο βασιλιάς τον δέχτηκε κι ήρθε
να του μιλήσει.
«Γιατί ήρθες να με δεις;» ρώτησε.
«Ήρθα μονάχα να σου πω ότι είδα, βασιλιά μου, το ομορφότερο
πλάσμα που γεννήθηκε ποτέ στο Έριν».
«Και πού είναι αυτή η ομορφιά; Πού ήτανε κρυμμένη ώσπου
την είδες πρώτα εσύ, αν φυσικά είναι αλήθεια;»
«Αλήθεια είναι, μα άλλος κανείς δε γίνεται να τη δει, εξόν κι αν
τον οδηγήσω εγώ στον τόπο που 'χει την κατοικιά της».
«Σαν θα με πας, θα λάβεις αμοιβή πιότερη από τούτη που θα
σου δώσω τώρα για τα καλά σου νέα», υποσχέθηκε ο βασιλιάς.
«Εντάξει, βασιλιά, θα σ' οδηγήσω, μόλο που θα 'ναι κόντρα
στη θέλησή τους», συμφώνησε ο κυνηγός.
Ο Κόνναχαρ, ο βασιλιάς του Όλστερ, έστειλε να καλέσουν τους
πιο κοντινούς του συγγενείς και φανέρωσε το σκοπό του. Νωρίς άρχισαν
το τραγούδι τα πουλιά ανάμεσα στις βραχοσπηλιές και τα δάση,
μα πιο νωρίς σηκώθηκε ο Κόνναχαρ, ο βασιλιάς του Όλστερ, με
τη μικρή του συντροφιά, στο τρυφερό κι ολόδροσο μαγιάτικο πρωινό.
Η πάχνη έπεφτε βαριά στους θάμνους, τα βλαστάρια και τα λουλούδια,
καθώς πήγαιναν να φέρουν την Ντίαντρι από τον πράσινο
λόφο όπου ζούσε. Στο δρόμο πολλά παλικάρια, που είχαν ξεκινήσει
χοροπηδώντας λυγερά με γοργό βήμα, έφτασαν να παραπατούν
όταν ζύγωσαν πια το καλύβι, ύστερα από το μακρύ ταξίδι σε κακοτράχαλους
δρόμους. «Πέρα, εκεί κάτω στο βάθος της κοιλάδας είναι
το καλύβι όπου ζε ι η γυναίκα, όμως εγώ δε θέλω να με δει η
γριά», είπε ο κυνηγός.
Ο Κόνναχαρ με τους δικούς του κατέβηκε ως το πράσινο βουναλάκι
όπου ζούσε η Ντίαντρι και χτύπησε την πόρτα της καλύβας.
ΊΌυ απάντησε η παραμάνα: «Μόνο σε βασιλική διαταγή και σε βασιλικό
στρατό θ' ανοίξω την πόρτα μου απόψε. Θα με υποχρέωνες
πολύ, αν μου 'λεγες ποιος είσαι εσύ που χτυπάς ν' ανοίξω». «Εγώ
ι:ίμαι, ο Κόνναχαρ, ο βασιλιάς του Όλστερ». Ακούγοντας τα λόγια
η φτωχή γριά σηκώθηκε βιαστικά και άνοιξε να μπει ο βασιλιάς
κι όση από την ακολουθία του χωρούσε.
Όταν αντίκρισε ο βασιλιάς τη γυναίκα που για χάρη της είχε έρθει
cκεί, σκέφτηκε πως ποτέ δεν είχε δει πλάσμα τόσο όμορφο μήτε στον
ύπνο μήτε στον ξύπνιο του, κι η καρδιά του πλημμύρισε από έρωτα .
Τα παλικάρια σήκωσαν την Ντίαντρι και την έφεραν στο παλάτι τού
Κόνναχαρ, του βασιλιά του Όλστερ, μαζί με την παραμάνα της.
Με την αγάπη που της είχε ο Κόνναχαρ, ήθελε να την παντρευτεί
αμέσως, έστω και με το ζόρι, κι εκείνη παρακάλεσε : «Δώσε μου
διορία ένα χρόνο και μια μέρα». «Δύσκολο πράγμα μου ζητάς, αλλά
θα σου το δώσω, μόνο να μου υποσχεθείς πως σίγουρα θα γίνει ο
γάμος στο τέλος της χρονιάς». Κι εκείνη το υποσχέθηκε. Ο Κόνναχαρ
της έφερε δασκάλα και κοπελίτσες όμορφες, χαρούμενες αλλά
και γνωστικές, για να κοιμούνται και να ξυπνούν μαζί της, να της
κρατούν συντροφιά και να παίζουν παρέα. Η Ντίαντρι έδειχνε πως
γρήγορα θα γινόταν μια άξια γυναίκα και στοργική σύζυγος, κι ο
Κόνναχαρ έλεγε πως με τα θνητά του μάτια δεν είχε ξαναδεί άλλο
πλάσμα που να του δίνει τόση αγαλλίαση.
Μια μέρα η Ντίαντρι με τις φιλενάδες της κάθονταν σ' ένα λοφάκι
πίσω από το σπίτι πίνοντας τη ζεστασιά του ήλιου και απολαμβάνοντας
τ' ωραίο τοπίο, όταν είδαν να πλησιάζουν τρεις ταξιδιώτες.
Η Ντίαντρι τους κοίταζε aπορημένη. Βλέποντάς τους από κοντά,
θυμήθηκε τα λόγια του κυνηγού και κατάλαβε πως ήταν οι τρεις
γιοι του Άσναχ και πως ετούτος ήταν ο Νις, που τα παλικάρια στο
Έριν τού έφταναν ως τον ώμο. Τα τρία αδέλφια προσπέρασαν δίχως
να δώσουν σημασία, δίχως να ρίξουν ούτε μια ματιά στις κοπέλες
πάνω στο λόφο. Όμως η τύχη το 'φερε να χτυπηθεί κατάκαρδα η
Ντίαντρι από έρωτα για τον Νις κι ήθελε να τρέξει πίσω του. Σήκωσε
το φόρεμά της, παράτησε τη συντροφιά κι ακολούθησε τους τρεις
άντρες που περνούσαν από τα ριζά του λόφου. Ο Άλλεν και ο Άρντεν
είχαν ακουστά για τη γυναίκα που κρατούσε ο Κόνναχαρ, ο βασιλιάς
τού Όλστερ, και φοβήθηκαν πως αν τη δει ο αδελφός τους, ο
Νις, θα θελήσει να την πάρει για τον εαυτό του, αφού μάλιστα δεν
ήταν παντρεμένη με τον βασιλιά. Την είδαν που ερχόταν πίσω τους
και είπαν ο ένας στον άλλον τάχα να βιαστούν γιατί είχαν πολύ δρόμο
να κάνουν κι έπεφτε σκοτάδι. Έτσι κι έκαναν. Εκείνη φώναξε:
«Νις, γιε του Άσναχ, πού μ' aφήνεις;» «Τι πρωτάκουστη ψιλή φωνή
είναι αυτή που γλυκαίνει τ' αυτί μου και με τρυπάει ολόισια στην
καρδιά;» «Είναι οι κύκνοι του Κόνναχαρ που μοιρολογούνε», απάντησαν
τα αδέλφια του. «Όχι, γυναίκα μάς καλεί που κινδυνεύει»,
φώναξε ο Νις κι ορκίστηκε πως βήμα δεν θα κάνει, αν δεν βρει ποιος
φώναξε. Γύρισε πίσω κι είδε την Ντίαντρι Του έδωσε τρία φιλιά και
στ' αδέλφια του από ένα. Από την ταραχή είχε γίνει πορφυρή σαν
φλόγα κι άλλαζε χρώματα όπως η λεύκα που όλο τρεμοπαίζουν τα
φύλλα της στην ποταμιά. Πρώτη φορά έβλεπε ο Νις τέτοιο πανώριο
πλάσμα, και χάρισε στην Ντίαντρι τόση αγάπη όση ποτέ δεν είχε δώσει
σε άλλο πράγμα, όνειρο ή πλάσμα ζωντανό.
Τη σήκωσε στον ώμο, είπε στ' αδέλφια του να ταχύνουν το βήμα,
κι εκείνα υπάκουσαν. Ο Νις έκρινε πως δεν θα ήταν καλό να
μείνει στο Έριν, επειδή ο ξάδελφός του, ο Κόνναχαρ, ο βασιλιάς
του Όλστερ, χολώθηκε μαζί του εξαιτίας της γυναίκας, μόλο που
δεν την είχε παντρευτεί, και γύρισε στην Άλμπα, δηλαδή τη Σκοτία.
Πλάι στη λίμνη του Λοχ-Νεςς πήγε να κατοικήσει Τους σολομούς
στο χείμαρρο τους έπιανε έξω από το κατώφλι του και τα λάφια στο
γκρίζο φαράγγι τα χτυπούσε από το παράθυρό του. Ο Νις, η Ντίαντρι,
ο Άλλεν και ο Άρντεν ζούσαν σ' έναν πύργο κι ήταν ευτυχισμένο
ι όσο έμεναν εκεί.
Πέρασε ο χρόνος κι ήρθε καιρός που η Ντίαντρι ήταν να παντρευτεί
τον Κόνναχαρ, τον βασιλιά του Όλστερ. Ο Κόνναχαρ το
cβαλε σκοπό να πάρει την κοπέλα με τη βία, είτε την είχε κάνει γυναίκα
του ο Νις είτε όχι Ετοίμασε λοιπόν λαμπρή γιορτή κι έστειλε
να καλέσουν όλους τους συγγενείς απ' άκρου σ' άκρο στο Έριν.
Ήξερε όμως πως ο Νις δεν θα υπάκουγε στο πρόσταγμά του, γι' αυτό
κάλεσε τον θείο του, τον Φέρχαρ Μακ Ρο, και τον έστειλε να μεσιτέψει
στον Νις: «Να πεις στο γιο του Άσναχ πως κάνω γιορτή μεγάλη
για όλους τους φίλους και συγγενείς απ' άκρου σ' άκρο τού
Έριν και δε θα βρω ησυχία, ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνο, αν δεν
έρθει στη γιορτή κι αυτός μαζί με τον Άλλεν και τον Άρντεν».
Ο Φέρχαρ Μακ Ρο με τους τρεις γιους του ξεκίνησαν το ταξίδι
κι έφτασαν στον πύργο του Νις, πλάι στην όχθη της λίμνης ΛοχΈτβα.
Οι γιοι του Άσναχ τούς καλοδέχτηκαν και τους ρωτούσαν για
τα νέα του Έριν. «Το πιο καλό νέο που σας φέρνω», είπε ο γενναίος
Μακ Ρο, «είναι ότι ο Κόνναχαρ, ο βασιλιάς του Όλστερ, ετοιμάζει
γλέντι τρανό. Καλεί φίλους και συγγενείς απ' άκρη σ' άκρη τού
Έριν κι ορκίζεται στο χώμα που πατεί, στον ουρανό επάνω και στον
ήλιο που τραβά στη δύση πως δε θα βρει ησυχία ούτε στον ύπνο
ούτε στον ξύπνο, αν δε γυρίσουν τα ξαδέλφια του, οι γιοι τού
Άσναχ, πίσω στην πατρίδα, στο χώμα που γεννήθηκαν και στο γλέντι
που θα κάνει· γι' αυτό μας έστειλε να σας προσκαλέσουμε».
«Θα 'ρθουμε μαζί σας», είπε ο Νις.
«Θα 'ρθουμε», είπαν τα αδέλφια του.
Μόνο η Ντίαντρι δεν ήθελε να φύγουν με τον Φέρχαρ Μακ Ρο
και είπε:
«Είδα ένα όνειρο, Νις, έλα να μου ξηγήσεις». Και του τραγούδησε:
Άκου Νις, γιε του Άσναχ,
τι είδα στ' όνειρό μου.
Τρία περιστέρια απ' το Νότο
πετούσαν πάνω απ' τη θάλασσα,
μέλι έσταζε το στόμα τους
απ' την κυψέλη της μέλισσας.
Άκου Νις, γιε του Άσναχ,
τι είδα στ' όνειρό μου .
Τρία γκρίζα γεράκια απ' το Νότο
πετούσαν πάνω απ' τη θάλασσα
κι οι κόκκινες σταλαγματιές που 'χαν στο στόμα
ήταν για μένα πιο ακριβές κι απ' τη ζωή.
Ο Νις αποκρίθηκε:
Φόβος είναι, απ' της γυναίκας την καρδιά,
κι ένα όνειρο της νύχτας, Ντίαντρι.
«Αν μας καλεί ο Κόνναχαρ και στη γιορτή δεν πάμε, θα 'ναι η μέρα
άτυχη, Ντίαντρι» .
«Θα πάτε», τους συμβούλεψε ο Φέρχαρ Μακ Ρο, «κι αν ο Κόνναχαρ
φερθεί ευγενικά, την ίδια κι εσείς να δείξετε ευγένεια. Αν
δείξει οργή, δείξτε κι εσείς οργή απέναντί του, κι εγώ θα σας παρασταθώ
μαζί με τα παιδιά μου».
«Μαζί σου», είπε ο Ντέριν Ντροπ. «Κι εγώ», είπε ο Χάρντυ
Χόλλυ. «Κι εγώ», είπε ο Ξανθός Φιάλλαν.
«Έχω τρεις γιους, σπουδαίους λεβέντες, κι ό,τι κακό να σου
συμβεί θα σε συντρέξουν, όπως κι εγώ». Ορκίστηκε ο Φέρχαρ Μακ
J>o κι έδωσε λόγο πάνω στο σπαθί του πως ό,τι κακό κι αν βρισκόταν
στο δρόμο των παιδιών του Άσναχ, αυτός με τους τρεις γιους
του δεν θ' άφηναν κεφάλι, δεν θ' άφηναν κορμί ζωντανό σ' όλο το
Ί3ριν, όσο γερά κι αν είχαν σπαθιά, κράνη, aσπίδες, δόρατα, λεπίδ
ια, σιδερόφραχτες στολές.
Δεν ήθελε η Ντίαντρι να φύγει από την Άλμπα, ωστόσο ακολούθησε
τον Νις χ;ύνοντας δάκρυα πικρά και τραγουδώντας:
Αγαπημένη χώρα μου, αγαπημένη χώρα,
της Άλμπα δάση και νερά,
πικρή η καρδιά που σας αφήνω τώρα,
με τον Νις φεύγω μακριά.
Ο Φέρχαρ Μακ Ρο δεν σταματούσε, ώσπου τους έπεισε να 'ρθουν
μαζί του, παρ' όλες τις υποψίες της Ντίαντρι.
Ρίξαν τη βάρκα στα νερά,
σηκώσανε τα ξάρτια·
και σε δυο μέρες φτάσανε
στου Έριν τη λευκή αμμουδιά.
Αμέσως έστειλε ο Μα κ Ρο μήνυμα στον Κόνναχαρ, τον βασιλιά τού
Όλστερ, πως οι άνθρωποι που ζητούσε είχαν έρθει κι ήταν ώρα να
φανεί η ευγενική του πρόθεση. «Δεν το 'χα καλοπιστέψει», είπε ο
Κόνναχαρ, «πως τα παιδιά του Άσναχ θ' aποκριθούν στο κάλεσμα,
και, έτσι, δεν είμαι έτοιμος για την υποδοχή τους. Μα έχω ένα σπίτι
λίγο πιο μακριά, ξενώνα για επισκέψεις. Ας μείνουν σήμερα εκεί
κι αύριο θα 'χω ετοιμάσει χώρο στο παλάτι μου».
Ωστόσο είχε επιθυμιά ο άρχοντας του τόπου να μάθει πώς πη γαίνουνε
τα πράγματα στον ξενώνα . «Πήγαινε, Γκέλμπαν Γκρέντναχ, γιε του
βασιλιά του Λόχλιν, τρέχα και φέρε μου είδηση αν
έχει ακόμη η Ντίαντρι την παλιά της ρόδινη θωριά. Αν είναι ακόμη
έτσι, θα την κερδίσω με σπαθί και κοφτερό λεπίδι. Αν όχι, ας τη χαίρεται
ο Νις, ο γιος του Άσναχ», είπε ο Κόνναχαρ.
Κατέβηκε ο Γκέλμπαν, ο όμορφος και χαρούμενος γιος τού βασιλιά
του Λόχλιν, στον ξενώνα όπου έμεναν οι γιοι του Άσναχ με
την Ντίαντρι. Κοίταξε από την τρυπίτσα στο φύλλο της πό ρτας . Η
κόρη που αντίκρισε, άλλαζε αμέσως χρώμα μόλις έπεφτε επάνω της
βλέμμα ανθρώπων και γινόταν ολοκόκκινη σαν φλόγα. Ο Νις την
είδε και κατάλαβε πως κάποιος κρυφοκοίταζε πίσω από το πορτόφυλλο.
Αρπάζει ένα ζάρι από το τραπέζι εμπρός του, το τινάζει στο
μάτι του Γκέλμπαν Γκρέντναχ, του όμορφου και χαρούμενου, και
το βγάζει πίσω από το κεφάλι. Γύρισε ο Γκέλμπαν στο παλάτι τού
βασιλιά Κόνναχαρ.
«Χαρούμενος κι όμορφος ήσουν στον πηγαιμό σου . Τώρα σε βλέπω
άσχημο πολύ και λυπημένο. Τι έπαθες, Γκέλμπαν; Την είδες; Είναι
η θωριά της Ντίαντρι ρόδινη σαν και πρώτα;» ρώτησε ο Κόνναχαρ .
«Την είδα και την καλοείδα, και την ώρα που την κοίταζα μέσα
από την τρύπα στο πορτί, ο γιος του Άσναχ μου 'βγαλε το μάτι με
ένα ζάρι που κρατούσε. Όμως στ' αλήθεια, ειλικρινά, κι αν έχασα
το μάτι, εγώ θα καθόμουν να κοιτώ ακόμη με τ' άλλο, αν δε μου είχες
παραγγείλει να βιαστώ», απάντησε ο Γκέλμπαν.
«Την αλήθεια είπες», συμφώνησε ο βασιλιάς. «Τριακόσια παλικάρια
θα κατεβούν στην κατοικία των ξένων να μου φέρουν την
Ντίαντρι και να σκοτώσουν τους άλλους».
Και πρόσταξε τριακόσια δοκιμασμένα παλικάρια να κατεβούν
στην κατοικία των ξένων να πάρουν την Ντίαντρι και να σκοτώσουν
τους υπόλοιπους.
«Οι εχθροί ζυγώνουν», είπε η Ντίαντρι.
 «Ναι, μα θα βγω μονάχος μου έξω να τους σταματήσω», αποκρίθηκε
ο Νις.
«Όχι εσύ, εμείς θα βγούμε», τον πρόλαβαν ο Ντέριν Ντροπ, ο
Χάρντυ Χόλλυ κι ο Ξανθός Φιάλλαν. «Σ' εμάς εμπιστεύτηκε ο πατέρας
πριν φύγει να σε υπερασπιστούμε από κάθε κακό». Και τα
όμορφα μεγαλόψυχα παιδιά, με τις καστανές τις μπούκλες, τα ευγενικά
κι aντρειωμένα, ντύθηκαν για άγρια μάχη, ζώστηκαν όπλα που
άστραφταν, θανατερά και κοφτερά και καλογυαλισμένα, που είχαν
απάνω ζωγραφιές θεριά, πουλιά και σερπετά, λιοντάρια, λυγερόκορμες
τίγρεις, καστανόχρωμους αϊτούς, αρπαχτικά γεράκια και
άγριες οχιές. Και τα παλικαρόπουλα ξαπλώσανε στο χώμα τα τρία
τρίτα του εχθρού.
Βγαίνει γοργά ο Κόνναχαρ και φωνάζει μανιασμένος: «Ποιος
είναι εκεί στο ξέφωτο που σφάζει το στρατό μου;»
«Εμείς, οι γιοι του Φέρχαρ Μακ Ρω>.
«Χαρίζω μια γέφυρα στον πάππο, στον πατέρα, και από μια σε
εσάς τους τρεις, αν έρθετε μαζί μου απόψε» .
«Μήτε το δώρο θέλουμε μήτε σ' ευχαριστούμε γι' αυτό. Κάλιο
έχουμε να γυρίσουμε στο σπίτι μας, να λέμε στον πατέρα μας τα κατορθώματά
μας. Θυμήσου πως ξαδέλφια μας είναι οι γιοι τού
Άσναχ, ο Νις, ο Άλλεν κι ο Άρντεν· όπως είναι και δικά σου ξαδέλφια
, Κόνναχαρ, που θέλησες το αίμα τους να χύσεις καθώς και το
δικό μας» . Τα όμορφα, ευγενικά, aντρειωμένα παλικάρια μπήκαν
στον ξενώνα . «Τώρα γυρνάμε στο σπίτι, να πούμε στον κύρη μας
πως σας γλιτώσαμε από τα χέρια του βασιλιά». Πήγαν τα παλικάρια
τα δροσερά και γοργοπόδαρα κι είπαν στον πατέρα τους πως οι γιοι
του Άσναχ δεν κινδυνεύουν πια. Ζύγωνε το χάραμα, εκεί που χαιρετιούνται
η νύχτα και η μέρα, και ο Νις είπε πως έπρεπε να φύγουν
από το μέρος αυτό και να γυρίσουν στην Άλμπα.
Ο Νις και η Ντίαντρι, ο Ά'λλεν και ο Άρντεν πήραν το δρόμο για
την Άλμπα. Έφτασε το νέο στ' αυτιά του βασιλιά πως η συντροφιά
που κυνηγούσε έφυγε. Αμέσως εκείνος έστειλε να φωνάξουν τον
δρυίδη Ντουάναν Γκάχα, τον μεγαλύτερο μάγο που είχε, και του είπε:
«Χαμένα ήταν τα χρήματα που ξόδεψα για σένα, δρυίδη Ντουάναν
Γκάχα, για να σου μάθω τις σοφίες και τα μαγικά μυστήρια,
αφού τώρα ξεφεύγουν από τα χέρια μου και δε με λογαριάζουν μή τε
διόλου με σέβονται οι άνθρωποι ετούτοι, κι εγώ κάθομαι aνή μπορος
και μήτε να τους πιάσω μήτε να τους εμποδίσω μπορώ» .
«Εγώ θα τους εμποδίσω», έκανε ο μάγος, «ώσπου να φτάσει η
φρουρά» .
Κι έριξε εμπρός τους δάσος πυκνό κι αδιάβατο. Όμως οι γιοι
του Άσναχ περνούσαν από μέσα του δίχως να σταματήσουν ούτε
στιγμή, και η Ντίαντρι κρατούσε το χέρι του Νις.
«Ποιο το όφελος; Όλα μάταια», είπε ο Κόνναχαρ. «Φεύγουν
και ούτε το πόδι δε στρίβουν, ούτε στο βήμα βράδυναν καθόλου,
αδιάφορα, ξεδιάντροπα, κι εγώ δεν έχω δύναμη να τους κρατήσω,
ούτε ελπίδα να τους γυρίσω πίσω απόψε».
«Τους ετοιμάζω άλλη δοκιμασία», είπε ο δρυίδης κι έβαλε
εμπρός τους αντί για πράσινους αγρούς μια θάλασσα μελανιασμένη
. Τα τρία παλικάρια γδύθηκαν κι έδεσαν τις φορεσιές τους πίσω
από το κεφάλι κι ο Νις έβαλε την Ντίαντρι πάνω στον ώμο του.
Απλώσανε τα χέρια τους στο ρέμα
και γίνηκε η θάλασσα ίδια στεριά για κείνους,
ο μολυβένιος ωκεανός γίνηκε σαν λιβάδι
ολόισιο κι ολοπράσινο.
«Καλό το κόλπο σου, Ντουάναν, όμως ετούτοι εδώ οι λεβέντες δεν
πισωγυρίζουν», παραπονέθηκε ο Κόνναχαρ. «Φεύγουνε έτσι
άπρεπα, δίχως κανένα σέβας, κι εγώ δεν έχω δύναμη να τους καταδιώξω,
να τους γυρίσω με τη βία απόψε».
«Αν αυτό δεν τους σταμάτησε, θα δοκιμάσω άλλον τρόπο», είπε
ο δρυ"fδης. Και πάγωσε τη θάλασσα, να γίνει γκρίζα κρύσταλλα που
έκοβαν σαν σπαθιά απ' τη μια, κι από την άλλη είχαν το φαρμάκι
της οχιάς. Ο Άρντεν έβγαλε φωνή πως σώθηκε η δύναμή του και
ήταν έτοιμος να παραιτηθεί. «Έλα, Άρντεν, και κάθισε στο δεξιό
μου ώμο», είπε ο Νις. Πέρασε ώρα πολλή σ' αυτή τη θέση ο Άρντεν
ώσπου ξεψύχησε· όμως ο Νις δεν τον άφησε. Τότε έβγαλε φωνή ο
Άλλεν πως λιποθυμά και δεν αντέχει άλλο. Όταν τον άκουσε ο Νις
έβγαλε διαπεραστικό στεναγμό θανάτου και του 'πε να κρατηθεί
από πάνω του ώσπου να βγούνε στη στεριά. Δεν πέρασε ώρα πολλή
κι ο Άλλεν ξεψύχησε κι άφησε τα χέρια. Γύρισε ο Νις και μόλις είδε
τα αγαπημένα του αδέλφια νεκρά, δεν ήθελε να ζήσει άλλο. Έβγαλε
δεύτερο στεναγμό πικρό θανάτου κι η καρδιά του ράγισε.
«Πέθαναν», είπε ο δρυ"fδης Ντουάναν Γκάχα στον βασιλιά. «Η
επιθυμία σου πραγματοποιήθηκε. Οι γιοι του Άσναχ είναι νεκροί
και δε θα σ' ενοχλήσουν ποτέ πια. Η γυναίκα που γυρεύεις είναι δική
σου τώρα».
«Ευλογημένος να 'σαι, Ντουάναν, κι άμποτε να 'χω τ' αποτελέσματα
που ποθώ. Δεν πήγαν χαμένα όσα ξόδεψα για τη σπουδή
σου. Τώρα ας στερέψει η θάλασσα να δω τι κάνει η Ντίαντρι», είπε
ο Κόνναχαρ. Στέγνωσε ο δρυ"fδης Ντουάναν Γκάχα την πλημμύρα
από την πεδιάδα κι απόμειναν άψυχοι οι γιοι του Άσναχ ο ένας σιμά
στον άλλον στο πράσινο λιβάδι, κι η Ντίαντρι σκυμμένη από πάνω
να τους λούζει με τα δάκρυά της.
Ύστερα έσυρε η Ντίαντρι τούτο το θρήνο: «Γλυκέ μου, αγαπημένε
μου, της ομορφιάς λουλούδι, ψηλόκορμε λεβέντη μου, και πολυαγαπημένε,
πολεμιστή μου ευγενικέ, που δεν ξιπάστηκες ποτέ
σου. Γλυκέ γαλανομάτη μου, λατρεία της γυναικός σου, που τόσο
αναγάλλιαζα σαν μ' έφτανε η φωνή σου μέσ' από τα δάση τής Ιρλανδίας
. Μήτε να φάω, μήτε να πιω, μήτε να χαμογελάσω πια μποj Jώ.
Βάστα καρδιά, τη μέρα αυτή, κι αύριο μέσ' στον τάφο θα ' μαι
κι εγώ . Είχαν δύναμη τα κύματα που μου 'φεραν τη θλίψη, μα εγώ
ι:ίμαι η θλίψη ατόφια πια, πιο δυνατή από σένα, Κόνναχαρ» .
Κόσμος μαζεύτηκε γύρω από τα κορμιά των ηρώων και ρωτούσαν
τον Κόνναχαρ τι να τα κάνουν. Εκείνος έβγαλε διαταγή να
σκάψουν λάκκο και να βάλουν μέσα τα τρία αδέλφια πλάι πλάι.
Η Ντίαντρι καθόταν στο χείλος του τάφου κι έλεγε στους νεκρ
οθάφτες να κάνουν το λάκκο μεγάλο κι ευρύχωρο. Σαν έβαλαν
μέσα τους τρεις αδελφούς είπε:
Κάνε παρέκει, Νις αγαπημένε,
ας μείνει ο Άλλεν πιο κοντά στον Άρντεν·
αν οι νεκροί αισθανόντουσαν
θ' aφήνανε λιγάκι χώρο και για την Ντίαντρι.
Κουνήθηκαν τα παλικάρια στα λόγια της κατά πως τους είχε παρακαλέσει.
Πήδηξε στον τάφο, έγειρε πλάι στον Νις και ξεψύχησε.
Ο βασιλιάς πρόσταξε να σηκώσουν το σώμα από τον τάφο και
να το θάψουν στην απέναντι όχθη της λίμνης . Έτσι κι έγινε. Κι ο τάφος
έκλεισε . Ένα ελάτι βλάστησε στον τάφο της Ντίαντρι κι άλλο
ένα στον τάφο του Νις κι ήρθαν κι έπλεξαν τις κορφές τους πάνω
από τη λίμνη . Έβαλε ο βασιλιάς να κόψουνε τα νιούτσικα δεντράκια
και να τα ξανακόψουν δεύτερη φορά, ώσπου την τρίτη φορά, η γυναίκα
που είχε παντρευτεί τον παρακάλεσε κι έβαλε τέλος στην κακία
και το γδικιωμό ετούτο πάνω από τα λείψανα των πεθαμένων .

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts