Πάνω στα μαύρα βουνά του Κερμαρθενσάιρ είναι μια
λίμνη που τη λένε Λυνυ Βαν Βαχ. Στις όχθες αυτής της λίμνης
έφερνε κάποτε τ' αρνιά του ο βοσκός του Μουδδβάι και καθόταν
να ξεκουραστεί ενώ αυτά βοσκούσαν . Ξαφνικά είδε από τα
σκοτεινά νερά της λίμνης να βγαίνουν τρεις κοπέλες . τίναξαν τις
λαμπερές σταγόνες από τα μαλλιά τους και γλιστρώντας στην όχθη
άρχισαν να τριγυρίζουν ανάμεσα στο κοπάδι του. Βλέποντας τη
θεϊκή ομορφιά τους, η καρδιά του βοσκού πλημμύρισε από έρωτα
γι' αυτήν που ζύγωσε πιο κοντά του . Της πρόσφερε το ψωμί που είχε
στο δισάκι του. Εκείνη το πήρε και το γεύτηκε, μα έπειτα του
τραγούδησε :
Σκληροψημένο το ψωμί σου,
δύσκολο να με κερδίσεις,
κι έτρεξε και χάθηκε πάλι γελώντας στα νερά της λίμνης.
Την άλλη μέρα πήρε μαζί του ψωμί πιο μαλακό και περίμενε να
φανούν οι κοπέλες . Όταν βγήκαν , στην όχθη πρόσφερε πάλι το ψωμί-
η κοπέλα το δοκίμασε και του τραγούδησε :
Άψητο το ψωμάκι σου,
δε θα σε πάρω ταίρι,
και χάθηκε πάλι στα κύματα.
Τρίτη φορά δοκίμασε ο βοσκός του Μουδδβάι να κερδίσει την
κοπέλα, κι αυτή τη φορά τής πρόσφερε ψωμί που το είχε βρει στο
νερό, κοντά στην όχθη. Αυτό της άρεσε και του υποσχέθηκε πως αν
την άλλη μέρα κατάφερνε να την ξεχωρίσει ανάμεσα στις αδελφές
της, θα γινόταν γυναίκα του . Σαν ήρθε η ώρα, ο βοσκός γνώρισε
την αγαπημένη του από το λουρ ί στο σανδάλι της . Τότε του είπε
πως θα είναι σύζυγος καλή σαν άλλη καμιά στον κόσμο, εξόν κι αν
τη χτυπήσει τρεις φορές χωρίς αιτία. Ελόγου του λογάριασε πως τέτοιο
πράγμα ποτέ δε θα γενεί. 'Εβγαλε η κοπέλα από τη λίμνη τρεις
γελάδες, δυο βόδια κι έναν ταύρο για προίκα, κι αυτός την έφερε
στο σπίτι του για γυναίκα του .
Η κόρη της λίμνης κι ο βοσκός έζησαν χρόνια ευτυχισμένοι και
απόχτησαν τρία παιδιά . Όμως έλαχε μια μέρα να τους καλέσουν σε
βάφτιση. Παραπονέθηκε η κυρά πως ήταν πολύς ο δρόμος, κι αυτός
την έστειλε να φέρει τ' άλογα.
«Εντάξει», του λέει. «Σύρε κι εσύ να φέρεις τα γάντια μου , που
τα ξέχασα στο σπίτι».
Γυρίζει ο άντρας με τα γάντια, μα εκείνη δεν είχε ξεκινήσει να
φέρει τ' άλογα. «Άντε, άντε» , της κάνει αυτός χτυπώντας την ανάλαφρα
στον ώμο με τα γάντια.
«Αυτή 'ναι η πρώτη», γυρίζει και του λέει.
Μια άλλη φορά πήγανε σ' ένα γάμο κι άξαφνα η κόρη τής λίμνης
αρχίνησε τα κλάματα καταμεσής στο γλέντι.
Τη χτυπάει ο άντρας της στον ώμο aπορημένος: «Γιατί κλαις;»
«Επειδή γρήγορα θα μπεις σε βάσανα μεγάλα · τούτη είναι η
δεύτερη φορά που με χτυπάς δίχως λόγο. Πρόσεχε, γιατί η τρίτη θα
είναι η τελευταία>> .
Από τότε ο άντρας της πρόσεχε να μην τη χτυπήσει ξανά. Όμως
μια μέρα, σε μια κηδεία, έμπηξε η γυναίκα άξαφνα τρελά γέλια.
Ξεχάστηκε ο άντρας της και της δίνει μια σκουντιά στον ώμο: «Είναι
τούτη η ώρα για γέλια; »
« Γελώ», aποκρίνεται αυτή, «γιατί όσοι πεθαίνουν γλιτώνουν
από τα βάσανα, ενώ τα δικά σου τώρα αρχίζουν. Μου 'δωσες το τελευταίο
χτύπημα. Ο γάμος μας λύθηκε. Έχε γεια!» Με αυτά τα λόγ
ια σηκώθηκε, έφυγε από το σπίτι που είχαν την κηδεία και πήγε
στο δικό της .
Έρ ιξε γύρω της μια ματιά κι άρχισε να φωνάζει τα γελάδια που
είχε φέρει κάποτε μαζί της:
Γελάδα καφετιά μου, κι εσύ με τ' άσπρα μπαλώματα,
πιτσιλωτή μου με τα μαύρα,
γριά ασπρομούρα και γκρίζα μου καλή,
άσπρε μου ταύρε από τ' ακρογιάλια του βασιλιά,
βόδι μου ψαρό και μοσχαράκι μαύρο,
ακολουθάτε με όλα στην πατρίδα.
Το μαύρο μοσχαράκι, που φρεσκοσφαγμένο κρεμόταν στο τσιγκέλι,
κατέβηκε ολοζώντανο κι ακολούθησε. Τα βόδια παράτησαν το
όργωμα και σέρνοντας το αλέτρι ακολούθησαν το κάλεσμά της.
Εκείνη τράβηξε κατά τη λίμνη και με τα ζώα ξωπίσω της βούτηξε
στα σκοτεινά νερά. Ως τα σήμερα φαίνεται το αυλάκι που χάραξε
το αλέτρι καθώς σερνόταν στα βουνά ως τη λιμνούλα.
Μόνο μια φορά ξαναβγήκε, όταν οι γιοι της είχαν γίνει mα άντρες,
και τους έδωσε το χάρισμα να γιατρεύουν. Γι' αυτό οι άνθρωποι τους
ονόμασαν Μέντιγκον Μουδδβάι, οι γιατροί του Μουδδβάι.
λίμνη που τη λένε Λυνυ Βαν Βαχ. Στις όχθες αυτής της λίμνης
έφερνε κάποτε τ' αρνιά του ο βοσκός του Μουδδβάι και καθόταν
να ξεκουραστεί ενώ αυτά βοσκούσαν . Ξαφνικά είδε από τα
σκοτεινά νερά της λίμνης να βγαίνουν τρεις κοπέλες . τίναξαν τις
λαμπερές σταγόνες από τα μαλλιά τους και γλιστρώντας στην όχθη
άρχισαν να τριγυρίζουν ανάμεσα στο κοπάδι του. Βλέποντας τη
θεϊκή ομορφιά τους, η καρδιά του βοσκού πλημμύρισε από έρωτα
γι' αυτήν που ζύγωσε πιο κοντά του . Της πρόσφερε το ψωμί που είχε
στο δισάκι του. Εκείνη το πήρε και το γεύτηκε, μα έπειτα του
τραγούδησε :
Σκληροψημένο το ψωμί σου,
δύσκολο να με κερδίσεις,
κι έτρεξε και χάθηκε πάλι γελώντας στα νερά της λίμνης.
Την άλλη μέρα πήρε μαζί του ψωμί πιο μαλακό και περίμενε να
φανούν οι κοπέλες . Όταν βγήκαν , στην όχθη πρόσφερε πάλι το ψωμί-
η κοπέλα το δοκίμασε και του τραγούδησε :
Άψητο το ψωμάκι σου,
δε θα σε πάρω ταίρι,
και χάθηκε πάλι στα κύματα.
Τρίτη φορά δοκίμασε ο βοσκός του Μουδδβάι να κερδίσει την
κοπέλα, κι αυτή τη φορά τής πρόσφερε ψωμί που το είχε βρει στο
νερό, κοντά στην όχθη. Αυτό της άρεσε και του υποσχέθηκε πως αν
την άλλη μέρα κατάφερνε να την ξεχωρίσει ανάμεσα στις αδελφές
της, θα γινόταν γυναίκα του . Σαν ήρθε η ώρα, ο βοσκός γνώρισε
την αγαπημένη του από το λουρ ί στο σανδάλι της . Τότε του είπε
πως θα είναι σύζυγος καλή σαν άλλη καμιά στον κόσμο, εξόν κι αν
τη χτυπήσει τρεις φορές χωρίς αιτία. Ελόγου του λογάριασε πως τέτοιο
πράγμα ποτέ δε θα γενεί. 'Εβγαλε η κοπέλα από τη λίμνη τρεις
γελάδες, δυο βόδια κι έναν ταύρο για προίκα, κι αυτός την έφερε
στο σπίτι του για γυναίκα του .
Η κόρη της λίμνης κι ο βοσκός έζησαν χρόνια ευτυχισμένοι και
απόχτησαν τρία παιδιά . Όμως έλαχε μια μέρα να τους καλέσουν σε
βάφτιση. Παραπονέθηκε η κυρά πως ήταν πολύς ο δρόμος, κι αυτός
την έστειλε να φέρει τ' άλογα.
«Εντάξει», του λέει. «Σύρε κι εσύ να φέρεις τα γάντια μου , που
τα ξέχασα στο σπίτι».
Γυρίζει ο άντρας με τα γάντια, μα εκείνη δεν είχε ξεκινήσει να
φέρει τ' άλογα. «Άντε, άντε» , της κάνει αυτός χτυπώντας την ανάλαφρα
στον ώμο με τα γάντια.
«Αυτή 'ναι η πρώτη», γυρίζει και του λέει.
Μια άλλη φορά πήγανε σ' ένα γάμο κι άξαφνα η κόρη τής λίμνης
αρχίνησε τα κλάματα καταμεσής στο γλέντι.
Τη χτυπάει ο άντρας της στον ώμο aπορημένος: «Γιατί κλαις;»
«Επειδή γρήγορα θα μπεις σε βάσανα μεγάλα · τούτη είναι η
δεύτερη φορά που με χτυπάς δίχως λόγο. Πρόσεχε, γιατί η τρίτη θα
είναι η τελευταία>> .
Από τότε ο άντρας της πρόσεχε να μην τη χτυπήσει ξανά. Όμως
μια μέρα, σε μια κηδεία, έμπηξε η γυναίκα άξαφνα τρελά γέλια.
Ξεχάστηκε ο άντρας της και της δίνει μια σκουντιά στον ώμο: «Είναι
τούτη η ώρα για γέλια; »
« Γελώ», aποκρίνεται αυτή, «γιατί όσοι πεθαίνουν γλιτώνουν
από τα βάσανα, ενώ τα δικά σου τώρα αρχίζουν. Μου 'δωσες το τελευταίο
χτύπημα. Ο γάμος μας λύθηκε. Έχε γεια!» Με αυτά τα λόγ
ια σηκώθηκε, έφυγε από το σπίτι που είχαν την κηδεία και πήγε
στο δικό της .
Έρ ιξε γύρω της μια ματιά κι άρχισε να φωνάζει τα γελάδια που
είχε φέρει κάποτε μαζί της:
Γελάδα καφετιά μου, κι εσύ με τ' άσπρα μπαλώματα,
πιτσιλωτή μου με τα μαύρα,
γριά ασπρομούρα και γκρίζα μου καλή,
άσπρε μου ταύρε από τ' ακρογιάλια του βασιλιά,
βόδι μου ψαρό και μοσχαράκι μαύρο,
ακολουθάτε με όλα στην πατρίδα.
Το μαύρο μοσχαράκι, που φρεσκοσφαγμένο κρεμόταν στο τσιγκέλι,
κατέβηκε ολοζώντανο κι ακολούθησε. Τα βόδια παράτησαν το
όργωμα και σέρνοντας το αλέτρι ακολούθησαν το κάλεσμά της.
Εκείνη τράβηξε κατά τη λίμνη και με τα ζώα ξωπίσω της βούτηξε
στα σκοτεινά νερά. Ως τα σήμερα φαίνεται το αυλάκι που χάραξε
το αλέτρι καθώς σερνόταν στα βουνά ως τη λιμνούλα.
Μόνο μια φορά ξαναβγήκε, όταν οι γιοι της είχαν γίνει mα άντρες,
και τους έδωσε το χάρισμα να γιατρεύουν. Γι' αυτό οι άνθρωποι τους
ονόμασαν Μέντιγκον Μουδδβάι, οι γιατροί του Μουδδβάι.
No comments:
Post a Comment