Η ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΓΥΡΟΜΗΛΙΑ

Μ ία φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που τη γυναίκα
του την έλεγαν Αργυρομηλιά και την κόρη του Χρυσομηλιά.
Μια μέρα έτυχε να πάνε οι δυο γυναίκες σε μια κοιλάδα,
που είχε ένα πηγάδι και μέσα κολυμπούσε μια πέστροφα.
Λέει η Αργυρομηλιά: «Πεστροφάκι μου καλό, δεν είμαι εγώ η
πιο όμορφη βασίλισσα στον κόσμο;»
«Α, σίγουρα δεν είσαι εσύ».
«Και ποια είναι τότε;»
«Μα, η Χρυσομηλιά, η κόρη σου».
Η Αργυρομηλιά πήγε στο σπίτι τυφλωμένη από τη λύσσα. Ρίχτηκε
στο κρεβάτι κι ορκίστηκε να μην ξανασηκωθεί αν δεν της φέρουν
την καρδιά και το συκώτι της Χρυσομηλιάς, της κόρης της, να
τα φάει.
Το aπόβραδο γύρισε ο βασιλιάς κι έμαθε πως η γυναίκα του, η
Αργυρομηλιά, ήταν άρρωστη βαριά. Πήγε κοντά της και ρώτησε τι
συμβαίνει.
«Άμα θέλεις, είναι πράμα που εσύ μπορείς να το γιατρέψεις».
«Εγώ τα πάντα στον κόσμο θα 'κανα για σένα».
«Αν φάω την καρδιά και το συκώτι της κόρης μου, της Χρυσομηλιάς,
θα γίνω καλά» .
Ίσα ίσα εκείνο τον καιρό είχε έρθει από ξένη χώρα ο γιος ενός
τρανού βασιλιά να ζητήσει τη Χρυσομη λιά σε γ άμο . Ο βασιλιάς
έδωσε τη συγκατάθεσή του, κι εκείνοι έφυγαν μακριά .
Πιάνε ι ύστερα ο βασιλιάς και στέλνε ι τους άντρες του στον
κυνηγότοπο να σκοτώσουν ένα τραγί· δίνει την καρδιά στη γυναίκα
του, κι εκείνη σηκώθηκε κι ήταν μια χαρά .
Πέρασε ένας χρόνος, κι η Αργυρομηλιά ξαναπήγε στην κοιλάδα
που ήταν το πηγάδι με την πέστροφα.
«Πεστροφάκι μου καλό , δεν είμαι εγώ η πιο όμορφη βασίλισσα
στρν κόσμο ; »
«Α, σίγουρα δεν είσαι εσύ» .
«Και ποια είναι τότε;>>
«Μα, η Χρυσομηλιά, η κόρη σου» .
«Αυτή πάει πια, πέθανε. Πέρασε ένας χρόνος από τότε που 'φαγα
την καρδιά και το συκώτι της».
« Μπα, δεν πέθανε . Παντρεύτηκε ένα σπουδαίο πρίγκιπα σε ξένη
χώρα».
Μια και δυο πάει η Αργυρομηλιά στο σπίτι και παρακαλεί τον
βασιλιά να ετοιμάσει το πολεμικό καράβι. «Θα πάω να δω την κόρη
ωυ την αγαπημένη , τη Χρυσομη λιά, που έχουμε τόσον καιρό να
ι ινταμώσουμε».
Ετοίμασαν το μεγάλο καράβι και ξεκίνησαν.
Στο τιμόνι καθόταν η ίδια η Αργυρομηλιά κι οδηγούσε το καΙ
Jιίβ ι τόσο καλά που δεν άργησαν να φτάσουν.
Ο πρίγκιπας έλειπε στα βουνά γ ια κυνήγι. Η Χρυσομηλιά γνώμισε
το μεγάλο καράβι του πατέρα της που ερχόταν.
« Ωχ!» λέει στους υπηρ έτ ες . «Έ ρχεται η μάνα μου και θα με
π κοτώ σε ι».
« τίποτε δ ε θα σου κάνει . Θα σ ε κλε ιδώσουμε σε μια κάμαρη
που να μην μπορεί να σε ζυγώσει» .
'Ετσι κι έγινε. Μόλις βγήκε η Αργυρομηλιά στην παραλία άρχι-
σε τις φωνές:
«Έβγ α να δεις τη μανούλα σου , που ' ρθε για σένα ως εδώ » . Η
Χρυσομηλιά αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε γιατί ήταν κλειδωμένη
σε μια κάμαρη και δεν μπορούσε να βγει.
« Ούτε το δαχτυλάκι σου δε θα βγάλεις απ ' την κλειδαρότρυπα
να σου δώσω ένα φιλί; »
Έβγαλε το δαχτυλάκι τη ς. Η Αργυρομηλιά τής έμπη ξε μια λεπίδα
φαρμακωμένη κι εκείνη έπεσε κάτω νεκρή .
Γύρισε ο πρίγκιπας, βρήκε τη Χρυσομηλιά πεθαμένη και πικράΟ
η κε πολύ. Για να μη χαθεί η ομορφιά της δεν την έθαψε , μόνο την
κλείδωσε σ ' ένα δωμάτιο που δεν το πλησίαζε κανείς .
Μ ε τον καιρό, ξαναπαντρεύτηκε, κι όλο το σπίτι ήταν στα χέ ρια
της γυναίκας του, εξόν από μια κάμαρη που το κλειδί της το κρατούσε
ο ίδιος. Μια μέρα ξέχασε να το πάρει μαζί του, και η δεύτερη
γυναίκα του μπήκε στο δωμάτιο . Τι να δει; Την πιο όμορφη γυναίκα
του κόσμου .
Άρχισε να την κουνάει για να την ξυπνήσει και τότε πρόσεξε τη
φαρμακερή λεπίδα στο δάχτυλό της. Έβγαλε τη λεπίδα, κι η Χρυσομηλιά
σηκώθηκε ολοζώντανη κι ωραία όπως πάντα.
Σαν έπεσε η νύχτα, γύρισε ο πρίγκιπας από τον κυνηγότοπο πολύ
συννεφιασμένος.
«Τι δώρο θα μου δώσεις, αν σε κάνω να γελάσεις;» λέει η γυναίκα
του.
«Μπα, τίποτε δεν μπορεί να μου ξαναδώσει το γέλιο, παρά μονάχα
αν ζωντανέψει η Χρυσομηλιά».
«Ε, λοιπόν ζωντανή θα τη βρεις σ' εκείνο το δωμάτιο» .
Όταν ο πρίγκιπας βρήκε τη Χρυσομηλιά ζωντανή έκανε μεγάλες
χαρές και δεν χόρταινε να της δίνει φιλιά. Λέει η δεύτερη γυναίκα
του: «Αφού αυτήν παντρεύτηκες πρώτη, καλύτερα να μείνεις
μαζί της κι εγώ να φύγω».
«Α, όχι, δε θα φύγεις. Θα σας έχω και τις δυ.ο» .
Στο τέλος της χρονιάς, η Αργυρομηλιά πήγε στην κοιλάδα που
ήταν το πηγάδι με την πέστροφα. «Πεστροφάκι μου καλό, δεν είμαι
εγώ η πιο όμορφη βασίλισσα στον κόσμο ; »
«Α, σίγουρα δεν είσαι εσύ» .
«Και ποια είναι τότε;»
«Μα, η Χρυσομηλιά, η κόρη σου».
«Αυτή είναι πεθαμένη. Πάει ένας χρόνος από τότε που της
έμπηξα τη λεπίδα στο δάχτυλο» .
«Τι μας λες; Δεν είναι καθόλου, μα καθόλου πεθαμένη» .
Μια και δυο πάει η Αργυρομηλιά στο σπίτι και παρακαλεί τον
βασιλιά να ετοιμάσει το πολεμικό καράβι, τάχα να δει την αγαπημένη
της Χρυσομηλιά, που την είχε πεθυμήσει. Ετοίμασαν το μεγάλο
καράβι και ξεκίνησαν. Στο τιμόνι καθόταν η ίδια η Αργυρομηλιά
κι οδηγούσε το καράβι τόσο καλά που δεν άργησαν καθόλου να
φτάσουν.Ο πρίγκιπας έλειπε κυνήγι στα βουνά. Η Χρυσομηλιά γνώρισε
το καράβι του πατέρα της που ερχόταν .
«Ωχ!» λέει. «Έρχεται η μάνα μου και θα με σκοτώσει».
«Κάθε άλλο», λέει η δεύτερη γυναίκα. «Θα πάμε κάτω να την
υποδεχτούμε».
Βγαίνει η Αργυρομηλιά στην παραλία κι αρχίζει: «Χρυσομηλιά,
αγάπη μου , έλα κάτω . Η μητερούλα σού έφερε ένα μοναδικό
ποτό να πιεις» .
«Σε τούτη τη χώρα», λέει η δεύτερη γυναίκα , «το έθιμο προστάζει
αυτός που φέρνει το ποτό να πιει μια γουλιά πρώτος» .
Το φέρνει η Αργυρομηλιά στα χείλη, σπρώχνει λιγάκι η δεύτερη
γυναίκα και την κάνει να καταπιεί μια γουλιά . Έπεσε κάτω ξερή. Το
σώμα της το 'στειλαν στην πατρίδα να το θάψουν.Ύστερα απ' αυτό , ο
πρίγκιπας με τις δυο γυναίκες του έζησαν πολλά χρόνια ήσυχοι και ευτυχισμένοι.
Κι έτσι ήταν σαν τους άφησα.

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts