Ο ΧΑΝΤΕΝ ΚΑΙ Ο ΝΤ ΑΝΤΕΝ ΚΑΙ Ο ΝΤΟΝΑΛΝΤ Ο'ΝΙΡΙ

Ο ΧΑΝΤΕΝ ΚΑΙ Ο ΝΤ ΑΝΤΕΝ
ΚΑΙ Ο ΝΤΟΝΑΛΝΤ Ο'ΝΙΡΙ
HΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι ΕΝΑΝ καιρό δυο χωρικοί, ο Χάντεν και ο
Ντάντεν. Είχαν πουλερικά στην αυλή, πρόβατα στα βοσκοτόπια
και ντουζίνες γελάδια στα λιβάδια πλάι στον ποταμό . Όμως
απ' όλα αυτά δεν ήταν ευτυχισμένοι. Γιατί ακριβώς ανάμεσα στα
δυο τους αγροκτήματα ζούσε ένας φτωχός άνθρωπος που τον έλεγαν
Ντόναλντ Ο'Νίρι . Ετούτος είχε μονάχα μια χαμοκέλα ίσα να
σκεπάζει το κεφάλι του και μια στενή λουρίδα γης ίσα για να βό σκει
η μοναδική του αγελάδα, η Νταίζη, να μην πεθάνει της πείνας .
Μα ό,τι και να ' κανε το ζωντανό, στη χάση και στη φέξη έβγαζε ο
Ντόναλντ ένα ποτήρ ι γάλα ή κανένα δράμι βούτυρο από την Νταίζη.
Θα σκεφτείτε τώρα : «Τι είχαν να ζηλέψουν ο Χάντεν κι οΝτάντεν;
» Αλλά έτσι είναι, όσο πιο πολλά έχει κανείς τόσο πιο αχόρταγος
γίνεται, κ ι οι γείτονες του Ντόναλντ δεν έκλειναν μάτι τις νύχτες
καταστρώνοντας σχέδια πώς να βάλουν στο χέρι το μικρό του
χωραφάκι. Την Νταίζη την άμοιρη δεν την υπολογίζανε, αφού ήταν
ένα μάτσο κόκαλα όλη κι όλη.
Μια μέρα απαντήθηκαν ο Χάντεν με τον Ντάντεν κι άρχισαν το
βιολί τους όπως πάντα στον ίδιο σκοπό: «Πώς να πετάξουμε έξω
απ' τη γη μας αυτόν τον μπαγαμπόντη τον Ντόναλντ Ο'Νίρι».

Χάντεν κι ο Ντάντεν στο παχνί όπου η κακομοίρα η Νταίζη αναμα­ σούσε την τροφή της, αν και δεν είχε φάει όλη μέρα ούτε μια σπιθα­ μή χορτάρι καλά καλά. Κι όταν ο Ντόναλντ ήρθε να δει αν είχε βο­ λευτεί η Νταίζη για τη νύχτα, το έρμο ζωντανό ίσα που πρόλαβε να του γλείψει το χέρι πριν ξεψυχήσει.
Όμως ο Ντόναλντ ήταν πονηρός και, παρ' όλη τη στενοχώρια του, άρχισε να μηχανεύεται τρόπο να επωφεληθεί από το θάνατο της Νταίζης. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, ώσπου την άλλη μέρα το πρωί να σου ξεκίνησε για το παζάρι με το τομάρι της Νταίζης στον ώμο και στην τσέπη του κουδουνίζανε ό,τι λεφτουδάκια είχε και δεν εί-


χε. Λίγο πριν φτάσει στο παζάρι έκανε στο τομάρι κάμποσες σχι­ σματιές κι έβαλε στην καθεμιά από ένα νόμισμα. Έπειτα μπήκε ο καλός σου στο πιο ακριβό πανδοχείο της πόλης με μια ξιπασιά λες κ ι ήταν ο ιδιοκτήτης, κρέμασε το τομάρι σ' ένα καρφί στον τοίχο και στρώθηκε σ' ένα τραπέζι.
«Φέρε μου το καλύτερό σου ουίσκι», παραγγέλνει στον ξενοδό­ χο. Μα του ξενοδόχου δεν του γέμισε το μάτι. «Μήπως φοβάσαι πως δεν έχω να πληρώσω;» λέει ο Ντόναλντ. «Έννοια σου κι έχω εδώ ένα βοϊδοτόμαρο που μου δίνει όσα λεφτά θέλω. Και λέγοντας αυτά κάνει πως το χτυπάει λιγάκι με το ραβδί του και να σου πετά­ γεται το νόμισμα. Ο ξενοδόχος γούρλωσε τα μάτια.
«Πόσα θες να μου το πουλήσεις;»
«Δεν το πουλάω, καλέ μου άνθρωπε».
«Σου δίνω ένα χρυσό».
«Δεν το 'χω για πούλημα, σου λέω. Αυτό με θρέφει με τη φαμε­ λιά μου χρόνια τώρα». Και μ' αυτά τα λόγια ξαναχτυπάει ο Ντό­ ναλντ το τομάρι και πετάγεται άλλο νόμισμα.
Λοιπόν, κοντολογίς, ο Ντόναλντ πούλησε το αγελαδοτόμαρο και το ίδιο κιόλας βράδυ πήγε και χτύπησε την πόρτα του Χάντεν.
«Καλησπέρα, Χάντεν. Μπορείς να μου δανείσεις την πιο καλή σου ζυγαριά;»
Τον γουρλοκοίταξε ο Χάντεν, ο Ντάντεν έξυσε το κεφάλι του, αλλά του δάνεισαν τη ζυγαριά.
Πάει ο Ντόναλντ στο σπίτι του, σφαλίζει, βγάζει από την τσέπη του τα aστραφτερά χρυσά που ήταν γεμάτη κι άρχισε να τα ζυγίζει ένα ένα στη ζυγαριά. Όμως ο Χάντεν είχε πασαλείψει βούτυρο στον πάτο, και το τελευταίο χρυσό έμεινε κολλημένο στη ζυγαριά όταν του την πήγε πίσω.
Τώρα ο Χάντεν γούρλωσε τα μάτια δέκα φορές περισσότερο.
Δεν πρόλαβε ο Ντόναλντ να στρέψει την πλάτη, κι εκείνος σκαπέτι­
σε σαν βολίδα στον Ντάντεν.
«Καλησπέρα, Ντάντεν. Αυτός ο μπαγαπόντης που κακιά ώρα να τόν βρει...»
«Ποιος; Ο Ντόναλντ Ο'Νίρι;»
«Ποιος άλλος; Γύρισε πίσω και ζύγιασε σακιά χρυσάφι».
«Πού το ξέρεις;»
«Να η ζυγαριά που του δάνεισα, κι έχει στον πάτο κολλημένο ένα χρυσό».
Μια και δυο πάνε και χτυπάνε την πόρτα του Ντόναλντ. Εκείνος μόλις είχε φτιάξει το τελευταίο μασουράκι από δέκα χρυσά και δεν του 'βγαινε σωστό γιατί έλειπε το ένα που είχε κολλήσει στη ζυγαριά.
Μπαίνουνε μέσα δίχως να πούνε ένα «Συγγνώμη», ή «Με την
άδειά σας».
«Μωρέ, τι είναι τούτο!» μπόρεσαν μόνο να αρθρώσουν.
«Καλησπέρα, Χάντεν· καλησπέρα, Ντάντεν. Α! Νομίσατε πως θα μου τη φέρετε κι αντί γι' αυτό μου κάνατε το μεγαλύτερο καλό της ζωής σας. Όταν βρήκα ψόφια την έρμη την Νταίζη, σκέφτηκα: "Πού ξέρεις, μπορεί το τομάρι της κάτι ν' αξίζει". Και πραγματικά, τα δέρματα αξίζουνε το βάρος τους σε χρυσάφι στην αγορά τώρα».
Έσπρωξε ο Χάντεν με τον αγκώνα τον Ντάντεν, κι εκείνος τού
έκλεισε το μάτι.
«Καλό βράδυ, Ντόναλντ Ο'Νίρι».
«Καλό βράδυ, φίλοι μου καλοί».
Την άλλη μέρα δεν είχε απομείνει μήτε γελάδα μήτε μοσχαράκι στα κτήματα του Χάντεν και του Ντάντεν, μόνο τα τομάρια τους φορτώθηκαν όλα στο μεγαλύτερο κάρο του Χάντεν, που το 'σερναν τα δυο πιο δυνατά άλογα του Ντάντεν.
Σαν έφτασαν στο παζάρι, πήρε ο καθένας ένα βοϊδοτόμαρο στον ώμο κι άρχισαν να ξελαρυγγίζονται καθώς πήγαιναν πέρα δώ­ θε στην αγορά: «Τομάρια για πούλημα! Τομάρια για πούλημα!»
Βγαίνει έξω ο ταμπάκης.
«Πόσα θέλετε για τα τομάρια, καλοί μου άνθρωποι;»
«Το βάρος τους σε χρυσάφι».
«Σαν νωρίς είναι για να γυρνάτε στις ταβέρνες», έκανε ο τα­
μπάκης και ξαναμπήκε στ' αργαστήρι του.
«Τομάρια για πούλημα! Ωραία καινούρια τομάρια για πούλημα!» Βγαίνει έξω ο μπαλωματής.
«Πόσα θέλετε για τα τομάρια, παιδιά;»
«Το βάρος τους σε χρυσάφι».
«Με περιγελάτε κιόλας! Να, για να μάθετε!» και δίνει στον Χά­
ντεν μια γροθιά που κόντεψε να τον ρίξει κάτω.
Μαζεύτηκε ο κόσμος τρέχοντας από τη μια άκρη της αγοράς στην άλλη, φωνάζοντας: «Τι τρέχει; Τι τρέχει;»

«Δυο μπαγαμπόντηδες θέλουν να μας πουλήσουν τα γελαδοτό­
μαρα όσο ζυγίζουνεε χρυσάφι», aποκρίνεται ο μπαλωματής.
«Πιάστε τους, μη σας φύγουνε! Πιάστε τους!» βρυχιέται ο ξε­ νοδόχος, που ήταν πολύ χοντρός κι ερχόταν τελευταίος. «Θα 'ναι κανείς απ' αυτούς τους αγύρτες που μου πασάρισε χτες ένα σαπιο­ τόμαρο για τριάντα χρυσά».
Ο Χάντεν και ο Ντάντεν βάλανε ξύλο και στις τσέπες τους και όπου φύγει φύγει, γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, τους πήραν φα­ λάγγι κι όλοι οι σκύλοι της πολιτείας.
Λοιπόν, όπως καταλαβαίνετε, αν δεν χωνεύανε τον Ντόναλντ μια φορά πρωτύτερα, τώρα δεν τον χωνεύανε δέκα.
«Τι τρέχει, φιλαράκια;» λέει αυτός μόλις τους είδε να 'ρχονται σέρνοντας, με στραπατσαρισμένα καπέλα, ρούχα κουρέλια και μούτρα μαύρα από το ξύλο. «Σε καβγά πέσατε, για σας aντάμωσε ο σερίφης, που κακιά ώρα να τόν βρει;»
«Εμείς θα σε πάμε στο σερίφη, μπαγαπόντη. Που θαρρείς πως θα μας κάνεις τον έξυπνο με τις ψευτιές».
«Ποιες ψευτιές; Δεν το 'δατε με τα μάτια σας το χρυσάφι;» Όμως αυτοί δεν έπαιρναν από λόγια. Διψούσαν για εκδίκηση.
Βρίσκουν ένα τσουβάλι, χώνουν μέσα τον Ντόναλντ Ο'Νίρι, τον δέ­
νουνε σφιχτά, περνάνε κι ένα στειλιάρι από τον κόμπο και τραβούν για τη Λασπολίμνη, στο βάλτο, σηκώνοντας στον ώμο ο καθένας από μια άκρη του στειλιαριού,  κι ο Ντόναλντ Ο'Νίρι κρεμασμένος στη μέση.
Μα η Λασπολίμνη ήταν μακριά κι ο δρόμος κακοτράχαλος. Ο Χάντεν κι ο Ντάντεν, πληγιασμένοι και κατάκοποι, τσουρουφλίζο­ νταν από τη δίψα. Πλάι στο δρόμο ήταν ένα πανδοχείο.
«Πάμε μέσα», λέει ο Χάντεν. «Είμαι πτώμα. Βαρύς είναι ελό­
γου του παρ' όλη τη νηστικομάρα που τραβάει».
Όσο ήταν πρόθυμος ο Χάντεν, άλλο τόσο κι ο Ντάντεν. Όσο για τον Ντόναλντ, σίγουρα δεν του ζήτησαν την άδεια, μόνο τον πέτα­ ξαν κατάχαμα στην εξώπορτα λες κι ήταν σακί με πατάτες.
«Φρόνιμα, μπαγαπόντη», λέει ο Ντάντεν. «Αφού ελόγου μας δε μας πειράζει η καθυστέρηση, ούτε κι εσένα θα σε πειράξει».
Έκατσε ο Ντόναλντ ήσυχος, ώσπου άκουσε από μέσα ποτήρια
να τσουγκρίζουν και τη γαϊδουροφωνάρα  του Χάντεν που τραγου­
δούσε.
«Δεν τη θέλω, σας λέω· δεν τη θέλω!» λέει τότε ο Ντόναλντ. Όμως κανείς δεν τον άκουσε.
«Δεν τη θέλω, σας λέω· δεν τη θέλω!» ξαναλέει πιο δυνατά, μα
πάλι δεν τον άκουσε κανείς.
«Δεν τη θέλω, σας λέω· δεν τη θέλω!» σκούζει πάλι ο Ντόναλντ όσο πιο δυνατά μπορούσε.
«Με το συμπάθιο, ποια είναι αυτή που δε θες;» ρωτάει ένας χω­
ριάτης που ερχόταν μ' ένα κοπάδι βόδια κι είπε να σταματήσει να πιει ένα ποτηράκι.
«Την κόρη του βασιλιά· ποια άλλη; Μου 'φαγαν τα σκότια να
την παντρευτώ!»
«Ποιος τη χάρη σου. Μακάρι να 'μουν εγώ στη θέση σου».
«Είδες! Δε θα 'ταν όμορφα να πάρεις κοτζάμ πριγκίπισσα, με χρυσά ρούχα και στολίδια;»
«Στολίδια, ε; Αχ, δε με παίρνεις κι εμένα μαζί σου;»
«Μιας κι είσαι τίμιο παιδί, κι εμένα δε με νοιάζει η θυγατέρα
του βασιλιά, κι ας είναι όμορφη σαν τον ήλιο και βουτηγμένη στα χρυσά απ' την κορφή ως τα νύχια, πάρ ' την εσύ! Λύσε τον κόμπο για να βγω· με σφιχτόδεσαν βλέπεις, γιατί το ξέρουν πως εγώ ήθελα να το σκάσω».
Βγαίνει έξω ο Ντόναλντ, χώνεται μέσα ο χωριάτης.
«Τώρα κάτσε ακίνητος και μη φοβηθείς από το κούνημα· είναι που θα σ' ανεβάσουνε στα σκαλοπάτι του παλατιού. Κι αν σου φερ­ θούν άγρια, τάχα γιατί δε θέλεις την κόρη του βασιλιά, εσύ μη σκο­ τιστείς καθόλου. Αχ, τυχερέ, χαλάλι σου, αφού δε μ' αρέσει εμένα η πριγκιπέσα!»
«Πάρε γι' αντάλλαγμα τα γελάδια μου», είπε ο χωριάτης και, όπως καταλαβαίνετε, ο Ντόναλντ δεν έχασε καιρό, μόνο έβαλε μπροστά τα ζωντανά και, πίσω εκείνος, τράβηξε για το σπίτι του.
Βγαίνει ο Χάντεν και ο Ντάντεν και πιάνει ο ένας από τη μια άκρη το στειλιάρι κι ο άλλος από την άλλη.
«Σαν να βάρυνε μου φαίνεται», λέει ο Χάντεν.
«Ε, δεν πειράζει», κάνει ο Ντάντεν, «δυο βήματα είναι ως τη
Λασπολίμνη».
«Τη θέλω τώρα! Τη θέλω τώρα!» τσίριξε ο χωριάτης μέσ' από το σακί.
«Τώρα θα σ' τη δώσω, μα την πίστη μου>>, λέει  ο Χάντεν και του κοπανάει μια με το μπαστούνι του.
«Τη θέλω! Τη θέλω!» γαϊδουροφώναξε ο χωριάτης.
«Ε, πάρ' τη λοιπόν!» έκανε ο Ντάντεν, γιατί είχαν φτάσει πια στη Λασπολίμνη, κι έριξαν το σακί με φόρα στα νερά.
«Τώρα πια δε θα μας ξανακορο·ίδέψεις», λέει ο Χάντεν.
«Μα την αλήθεια», σιγοντάρει ο Ντάντεν. «Αχ, Ντόναλντ, αγό­
ρι μου, ξινό σού βγήκε που 'ρθες να δανειστείς τη ζυγαριά».
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, με βήμα ανάλαφρο και χαρούμενη καρδιά, μα καθώς ζύγωναν στο σπίτι, τι να δουν; Ο Ντό­ ναλντ Ο'Νίρι καταμεσής σ' ένα κοπάδι γελάδια που έβοσκαν και τα μοσχαράκια κλοτσούσαν τα πισινά τους πόδια και κουτουλούσαν τα κεφάλια παιχνιδιάρικα.
«Ελόγου σου είσαι, Ντόναλντ;» λέει ο Ντάντεν. «Μωρέ συ μας ξεπέρασες κιόλας!»
«Σωστά μιλάς, Ντάντεν, κι ευχαριστώ πολύ. Καλό μού έκανες κι ας μελετούσες το κακό μου. Θα 'χεις ακούσει σίγουρα κι εσύ όπως κι εγώ, ότι η Λασπολίμνη σε βγάζει στη Γη της Επαγγελίας. Θάρρευα πως ήταν ψέματα κι όμως, στο λόγο μου, είναι αλήθεια. Κοίτα τα γελάδια».
Γούρλωσε ο Χάντεν τα μάτια κι απόμεινε ο Ντάντεν με το στό­ μα ανοιχτό· τα γελάδια ήταν μπροστά τους, όμορφα και καλοθρεμ­ μένα.
«Πήρα τα πιο κοκαλιάρικα», συνέχισε ο Ντόναλντ, «γιατί τα άλλα ήταν τόσο χοντρά που δεν μπόραγα να τα κουλαντρίσω. Εμ, βέβαια, με τόσο χορτάρι ολούθε όσο φτάνει το μάτι σου, γλυκό και ζουμερό σαν τ' αφρόγαλα, πού να κουνήσουν από κει;»
«Εγώ, Ντόναλντ», άρχισε ο Ντάντεν, «μπορεί να μην είμαστε φίλοι, αλλά ανέκαθεν σ' εκτιμούσα. Θα μου δείξεις το δρόμο, έτσι δεν είναι;»
«Μπα, και γιατί να μην κρατήσω τόσο μιλιούνια θρεφτάρια μό­
νο για πάρτη μου;»
«Καλά το λεν πως όσο πιο πλούσιος γίνεσαι τόσο σκληραίνει η καρδιά σου. Εσύ, που ήσουνα πάντα τόσο καλός γείτονας, Ντό­ ναλντ, θα βαστήξει η ψυχή σου να τα κρατήσεις όλα μονάχος;»
«Σωστά μιλάς, Χάντεν, μόλο που εσύ δε μου 'δωσες το καλό παράδειγμα. Μα τέλος πάντων, περασμένα ξεχασμένα. Εκεί πέρα έχει μπόλικα για όλους. Άντε, πάμε!»
Ξεκίνησαν χαρούμενοι με ανάλαφρο βήμα. Όταν έφτασαν στη Λασπολίμνη, ο ουρανός είχε γεμίσει μικρά άσπρα συννεφάκια που καθρεφτίζονταν στη λίμνη.
«Ορίστε, να τα, εκεί πέρα», φώναξε ο Ντόναλντ, δείχνοντας τα
σύννεφα μέσα στη λίμνη.
«Πού είναι τα; Πού είναι τα;» φώναξε ο Χάντεν. «Μην είσαι μονοφαγάς!» φώναξε ο Ντάντεν, καθώς πηδούσε για να προλάβει πρώτος τα πιο παχιά γελάδια. Αλλά κι ο Ντάντεν δεν έχασε καιρό.
Πίσω δεν ξαναγύρισαν. Μπορεί να πάχυναν κι αυτοί σαν τα γε­ λάδια. Όσο για τον Ντόναλντ Ο'Νίρι, χόρτασε η ψυχή του πρόβατα και γελάδια σ' όλη του τη ζωή.

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts