ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΤΡΟΝΕΣ

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΤΡΟΝΕΣ
ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟ ΘΕΡΟΣ ήτανε θαρρώ της Παναγιάς
γιορτή πολύ μεγάλη, καθώς θα ξέρετε-ο Τομ Φιτζπάτρικ
βολτάριζε στην εξοχή και σιγοπερπατούσε από την ηλιόλουστη μεριά
ενός φράχτη, όταν ακούει ξαφνικά κάτι σαν κλίκι-κλίκι εκεί,
μπροστά στα πόδια του, μέσα από το φράχτη. «Καλέ, πολύ παράξενο
να κελαη δούν μαυρολαίμηδες τέτοια εποχή!» είπε ο Τομ. Ζύγωσε
λοιπόν στις μύτες των ποδιών του να δει τι ήταν αυτό που έβγαζε
τέτοιο ήχο κι αν είχε μαντέψει σωστά. Το άκουσμα σταμάτησε·
όμως καθώς έσκυβε ο Τομ προσεχτικά ανάμεσα στα θάμνα, τι να
δει; Σε μια γωνιά του φράχτη, ένα κανάτι καφετί, που θα χω ρούσε
ίσαμε εξίμισι λίτρα πιοτί· κι από κοντά ένα μικρό, τοσοδούλικο , κοντορεβυθούλικο
ανθρωπάκι, μ ' ένα σκουφί σαν δίκοχο στην κορυ φή
του κεφαλιού και μια πο δίτσα πέτσινη ζωσμένη από τη μέση
του, έσυρε ένα μικρούτσικο σκαμνί ξύλινο , πάτησε απάνω , γέμισε
μια τόση δα κουπίτσα μέσ ' από το κανάτι, την ήπιε όλη , κι ευθύς
στρώθηκε κάτω από το κανάτι να σολιάσει ένα τσόκαρο ίσα ίσα
στο πόδι του.
«Μέγας είσαι, Κύριε!» απολογήθηκε ο Τομ. «Τόσες φορές μού
λέγανε για τους λέπρακον και, για να πω τη μαύρη αλήθεια, ποτέ
μου δεν τοuς πίστεψα-αλλά τώρα, να ένας από δαύτους πέρα για
πέρα αληθινός. Άμα δουλέψω έξυπνα, έκανα την τύχη μου. Λένε πως δεν
 πρέπει να τους χάσεις από τα μάτια σου, γιατί αλλιώς σου φαύγουνε>>
Χώθηκε ο Τομ λιγάκι πιο σιμά, με το μάτι καρφωμένο στο ανθρωπάκι,
 όπως κάνει η γάτα στο ποντίκι, και όταν το κοντοζύγωσε
τσυ λέει: «0 Θεός να βλογάει τα κόπια σου , γείτονω> .
Το ανθρωπάκι σήκωσε το κεφάλι ψηλά και αντιχαιρέτησε: «Ευχαριστώ από καρδιάς».
«Πώς έτσι και δουλεύεις γιορτιάτικα;» κάνει ο Τομ.
«Το μη σε μέλει, μη ρωτάς», ήταν η απάντηση .
«Αλλά, μήπως μπορείς να μας πληροφορήσεις τι έχεις σε τούτο
το σταμνί;» συνέχισε ο Τομ.
«Μετά χαράς», λέει ο άλλος. «Έχω μια μπίρα διαλεχτή» .
«Μπίρα! Μα τ' αστραπόβροντο! Και πούθε την ευρήκες;» φώναξε
ο Τομ.«Πούθε να τη βρω; Την έφκιασα μοναχός μου. Και θες να μά-
θεις από τι;»
«Από κριθάρι, διάολε, τι άλλο;» κάνει ο Τομ.
«Εδώ πέφτεις έξω . Την έφκιασα απ' τα ρείκια».
«Απ ' τα ρείκια!» γέλασε ο Τομ. «Για τόσο βλάκα με περνάς και
θες να το πιστέψω ; »
«Δικαίωμά σου», λέει αυτός, « μα εγώ σου λέω την πάσα αλήθεια.
Τάχα δεν άκουσες ποτέ να λένε για τους Δανέζους;»
«Ε, και λοιπόν;» ρωτάει ο Τομ.
«Να, το λοιπόν, σαν ήρθαν εδώ πέρα μας δείξαν πώς να φτιάνουμε
μπίρα από τα ρείκια και η φαμελιά μου το βαστάει μυστικό
ωtό τότε».
«Και δε μου λες, αδέλφι μου, μου δίνεις λιγουλάκι;» ζήτησε 0
Τομ.
<<Για να σου πω ,πιτσιρικά! Δεν πας καλύτερα να φροντίσεις το χτήμα του πατέρα σου ,μλονο έρχεσαι και χασομεράς ανθρώπους ήσυχουσ και καθώς πρέπει με τις κουταμάρες σου. Ορίστε τώρα κάθεσαι και χάσκεισ εδώ χά,ω και τα γελάδια μπήκανε και τσαλαπατούνε ολούθε τη βρώμη και το αραποσίτι>>
Ξαφνιάστηκε ο Τομ ια έκανε να γυρίσει, μα στη στιγμή κρατήθηκε.
Και για να μην του φύγει ο λέπρακον, τον άρπαξε σφιχτά από
το χέρι, μα από τη βιασύνη αναποδογύρισε το κανάτι. Χύθηκε η μπίρα
ια έτσι δεν πρόκανε να τη δοκιμάσει να δει αν ήτανε καλή. Έπειτα
οριciστηκε πως άμα δεν του έδειχνε πού είχε κρυμμένα τα λεφτά
του θα τον καθάριζε. Επήρε ο Τομ τέτοια κακούργα όψη και φονική
που το ανθρωπάκι κοψοχολιάστηκε και του μολόγησε: «Έλα μαζί
ένα δυο χωράφια παρακάτω και θα σου δείξω ένα κιούπι με χρυσά».
Μια και δυο ξεκίνησαν, κι ο Τομ βαστούσε τον λέπρακον σφιχτά
στο χέρι και δεν ξεκολλούσε τα μάτια από πάνω του, κι ας πέρναγαν
φράχτες και χαντάκια κι ένα κομμάτι δύσβατο βαλτοτόπι, μέχρι
που φτάσανε σ' ένα μεγάλο χωράφι όλο κοτρόνες. Του δείχνει ο
λέπρακον μια μεγάλη πέτρα και λέει: «Σκάψε κάτω απ' αυτή και θα
βρεις ένα κιούπι γεμάτο ως πάνω λίρες».
Ο Τομ από τη βιασύνη του δεν είχε σκεφτεί να πάρει μαζί του
φτυάρι κι έτσι τώρα αποφάσισε να τρέξει στο σπίτι του για να φέρει
· και για να μη χάσει το μέρος έβγαλε τη μια κόκκινη καλτσοδέτα
του και την έδεσε γύρω γύρω στην κοτρόνα.
Έπειτα στράφηκε στον λέπρακον: «Πάρε όρκο πως δε θα πειράξεις
την καλτσοδέτα».
Ευθύς ο λέπρακον ορκίστηκε μήτε να την αγγίξει.
           «Τώρα, με το συμπάθιο, ελόγου μου να πηγαίνω;» είπε ύστερα
όλο ευγένεια.
«Βεβαίως», τον ξεπροβόδισε ο Τομ. «Ώρα σου καλή και ο Θεός
μαζί σου όπου κι αν πας>>.
«Λοιπόν, έχε γεια, Τομ Φιτζπάτρικ», φώναξε ο λέπρακον, «και
σε καλή μεριά άμα τα βάλεις στο χέρι».
Έριξε ο Τομ μια τρεχάλα σαν να τον κυνηγούσαν, ώσπου έφτασε
στο σπίτι του, βούτηξε ένα φτυάρι, κι από εκεί πάλι το 'βαλε στα
πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσε για το χωράφι με τις κοτρόνες.
Όμως σαν έφτασε εκεί, τι να δει και τι να αντικρίσει! Πουθενά δεν
φαινόταν καμιά να έχει γύρω δεμένη την κόκκινη καλτσοδέτα·
κι όσο για να σκάψει ολάκερο το χωράφι δεν γινόταν λόγος, γιατί
ήταν πιότερο από σαράντα ιρλανδέζικα στρέμματα γεμάτα. Έτσι,
γύρισε ο Τομ στο σπίτι του με το φτυάρι στον ώμο, κομματάκι πιο
κρύος απ' ό,τι στον πηγαιμό, και σκυλοκαταριόταν τον άτιμο τον
λtπρακον κάθε φορά που συλλογιόταν πώς του την είχε φέρει έτσι
σtpωτά και παστρικά!

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts