Ο ΚΟΝΑΛΛ Ο ΑΙΤΟΝΥΧΗΣ

Ο ΚΟΝΑΛΛ Ο ΑΪΤΟΝΥΧΗΣ ήταν ένας σπουδαίος κτηματί­ ας του Έριν κι είχε τρεις γιους. Εκείνο τον καιρό το Έριν ήτανε χωρισμένο στα πέντε και κάθε κομμάτι είχε από
έναν βασιλιά. Λοιπόν γίνηκε καβγάς και τα παιδιά του βασιλιά που
ήταν σιμά στον Κόναλλ πιάστηκαν στα χέρια με τους γιους τού Κό­ ναλλ. Τα παιδιά του Κόναλλ είχανε τ ' απάνω χέρι και σκοτώσανε τον πρωτογιό του βασιλιά. Στέλνει ο βασιλιάς γραφή και του λέει:
«Ω, Κόναλλ! Τι έπαθαν οι γιοι σου και τα 'βαλαν με τους δικούς μου και μου σκότωσαν τον μεγάλο; Μόλο που θέλω εκδίκηση, το βλέπω ότι δεν έχω σε τίποτε να ωφεληθώ. Γι' αυτό θα σου ορίσω να μου φέρεις κάτι, κι αν τα καταφέρεις, εκδίκηση δε θα γυρέψω. Αν εσύ κι οι γιοι σου μου φέρετε το καφετί άλογο του βασιλιά τού Λό­ χλανν, τότε κι εγώ δε θα τους θανατώσω».
«Τάχα γιατί να μην κάνω το θέλημά σου, βασιλιά μου, και να
γλιτώσω τη ζωή των παιδιών μου; Δύσκολο άθλο μού ζητάς, μα εγώ θα κινδυνέψω και τη δική μου τη ζωή και τη ζωή των γιων μου, για να σ' ευχαριστήσω».
Σαν aπόσωσε τα λόγια του ο Κόναλλ έφυγε από τον βασιλιά.
Πήγε στο σπίτι του κι έπεσε σε συλλογή μεγάλη και έγνοια. Το βρά­ δυ στο κρεβάτι μίλησε στη γυναίκα του για το πράμα που ζητούσε ο βασιλιάς. Εκείνη πικράθηκε πολύ που θα τον aποχωριζόταν δίχως να ξέ­ ρει αν θ' ανταμώσουνε ξανά. «Αχ, Κόναλλ», του είπε, «κάλιο το 'χα ν' aφήσεις τους γιους σου στα χέρια του βασιλιά, παρά που φεύγεις τώρα κι εσύ και δεν ξέρω αν θ' aνταμώσουμε ξανά».
Ταχιά μόλις ξύπνησε εκείνος, σύναξε τους τρεις γιους του και τράβηξαν κατά το Λόχλανν. Ταξίδευαν δίχως σταματημό ώσπου διάβηκαν τον ωκεανό και με τα πολλά φτάσανε. Τότε όμως δεν ήξε­ ραν τι να κάνουν. Λέει ο γέρος στα παιδιά του: «Σταθείτε να μάθου­ με πού μένει ο μυλωνάς του βασιλιά».
Σαν βρήκαν το σπίτι του μυλωνά, ο άνθρωπος τους κάλεσε να περάσουν εκεί τη νύχτα. Έκατσε ο Κόναλλ και του ιστόρησε πώς έγ ι νε και πιάστηκαν στα χέρ ια ο ι γιοι του με τα παιδιά βασ ιλιά και πώς σκοτώσαν οι δικοί του το βασιλόπουλο και τώρα ο βασιλιάς, για να τους συγχωρήσει, γύρευε το καφετί άλογο του βασιλιά τού Λόχλανν.
«Αν μου κάνεις τη χάρη και βοηθήσεις να το βάλω στο χέρι, θα σ ' το ξεπληρώσω πλουσιοπάροχα».
«Άδικος κόπος που 'ρθες να το βρεις, γιατί ο βασιλιάς του 'χει τόση αδυναμία που δε γίνεται να το πάρεις, εξόν και το κλέψεις. Όμως αν σκεφτείς κάποιον τρόπο, εγώ δε θα σε μαρτυρήσω».
«Αυτό σκεφτόμουνα κι εγώ», απάντησε ο Κόναλλ. «Μια που
δουλεύεις κάθε μέρα για το βασιλιά, εσύ κι οι παραγιοί σου, να μας κρύβατε μέσα σε πέντε σάκους πίτουρο».
«Καλούτσικο το σχέδιο», έκρινε ο μυλωνάς.
Μίλησε ο μυλωνάς στους παραγιούς κι είπε να τους βάλουν μέ­ σα σε πέντε σακιά. Ήρθαν οι υπηρέτες του βασιλιά να πάρουν πί­ τουρο, κουβάλησαν τα πέντε σακιά και τ' άδειασαν εμπρός στα άλογα. Έπειτα κλείδωσαν την πόρτα κι έφυγαν.
Μόλις έκαναν ν' aπλώσουν χέρι στο καφετί άλογο, τους προλαβαίνει ο Κόναλλ: «Δε γίνεται, γιατί δύσκολα θα ξεφύγουμε έτσι. Πρώτα να φτιάξουμε πέντε κρυψώνες, για να 'χουμε να κρυφτούμε, αν τυχόν μας ακούσουν». Έφτιαξαν λο ιπόν πρώτα τις τρύπες και έπειτα άπλωσαν χέρι στο άλογο. Το άλογο δεν το είχαν δαμάσει ακόμη, αγρίεψε και ξεσήκωσε μεγάλο χαλασμό στο στάβλο. Ακού­ ει ο βασιλιάς τη φασαρία και λέει στους υποταχτικούς: «Το καφετί μου άλογο είναι· τρεχάτε να δείτε τι συμβαίνει».
Ξαμολήθηκαν οι υπηρέτες κι όταν τους είδαν ο Κόναλλ κι οι γιοι του να 'ρχονται χώθηκαν στις κρυψώνες. Ψάξανε οι υπηρέτες ανάμεσα στ' άλογα, δεν βρήκαν τίποτε. Πάνε στον βασιλιά και του λένε τα καθέκαστα. Ησύχασε ο βασιλιάς και τους aπόλυσε να ξαπο­ στάσουν. Πέρασε λίγη ώρα αφότου έφυγαν οι υποταχτικοί, ο Κό­ ναλλ και οι γιοι του άπλωσαν πάλι χέρι στο άλογο. Αν είχε γίνει χα­ λασμός μεγάλος την πρώτη φορά, τώρα γίνηκε εφτά φορές μεγαλύ­ τερος. Στέλνει ο βασιλιάς ξανά να φωνάξουν τους υποταχτικούς και τους παραγγέλνει πως σίγουρα κάτι τρέχει με το καφετί άλογο: «Να πάτε να ψάξετε καλά τριγύρω». Τρέξαν οι υπηρέτες, χώθηκαν στις κρυψώνες οι άλλοι. Χτενίσανε τον τόπο οι άνθρωποι του βασιλιά, μα δεν βρήκαν τίποτε. Πάνε στον βασιλιά και το αναφέρουν.
«Περίεργο μου φαίνεται», λέει ο βασιλιάς. «Άντεστε να ξαπλώ­
σετε κι αν ξανακούσω κάτι θα βγω μονάχος μου να δω».
Μόλις κατάλαβε ο Κόναλλ κι οι γιοι του πως είχαν φύγει οι υποταχτικοί, άπλωσαν πάλι χέρι στο άλογο. Ένας απ' αυτούς το ακούμπησε, και το άλογο έκανε σαματά ακόμη μεγαλύτερο από τις δυο άλλες φορές.
«Α, που να πάρει!» φώναξε ο βασιλιάς. «Κάποιος πειράζει το καφετί μου άλογο». Χτυπάει γρήγορα το καμπανάκι κι όταν ήρθε ο υπασπιστής, του λέει να ειδοποιήσει τους σταβλίτες πως κάτι τρέχει με το άλογο. Έρχονται αυτοί κι ο βασιλιάς πάει μαζί τους. Μόλις
βλέπει ο Κόναλλ κι οι γιοι του να κοντοζυγώνει η ακολουθία, μπαί­
νουν στις κρυψώνες.
Ο βασιλιάς ήταν άνθρωπος που έκοβε το μάτι του κι είδε κατά τη μεριά που αγρίευαν τ' άλογα.
«Προσέχετε», ορμήνεψε. «Υπάρχουν άνθρωποι στο στάβλο και πρέπει να τους πιάσουμε».
Ακολούθησε ο βασιλιάς τα χνάρια των ανθρώπων και τους ανα­ κάλυψε. Ο Κόναλλ ήταν γνωστός παντού, γιατί ήταν άξιος υπήκοος του βασιλιά του Έριν κι όταν ο άλλος βασιλιάς τούς έβγαλε από τα λαγούμια φώναξε: «Κόναλλ, στ' αλήθεια εσύ είσαι που κρύβεσαι εδώ μέσα;»
«Ναι, βασιλιά, εγώ είμαι αυτός κι από ανάγκη ήρθα. Σκέπη ζητώ στη συγγνώμη σου, στη χάρη, στην τιμή σου». Του αφηγήθηκε πώς έγινε κι ήρθε να του κλέψει το καφετί άλογο να το πάει στον βασιλιά του Έριν, γιατί αλλιώς οι γιοι του θα θανατώνονταν. «Το 'ξερα πως δε θα το 'δινες αν το ζητούσα και γι' αυτό θέλησα να το κλέψω».
«Αρκεί, Κόναλλ, κόπιασε τώρα μέσα», αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Έδωσε προσταγή στους φρουρούς να προσέχουν τους γιους τού Κόναλλ και να τους δώσουν φαγητό. Και μπήκε τη νύχτα εκείνη δι­ πλή φρουρά να φυλάει τους γιους του Κόναλλ.
«Τώρα, Κόναλλ», του λέει ο βασιλιάς, «μήπως βρέθηκες ποτέ σου σε θέση δυσκολότερη απ' το να δεις όλους τους γιους σου το πρωί στην κρεμάλα; Μα επικαλέστηκες την καλοσύνη και τη χάρη μου κι είπες πως από ανάγκη μπλέχτηκες, γι' αυτό εσένα δε θα σε κρεμάσω. Πες μου αν σου 'τυχε ποτέ πιο δύσκολη συντυχιά απ' αυ­ τήν εδώ κι αν μου την ιστορήσεις, θα σου χαρίσω τη ζωή τού πιο μι­ κρού απ' τους γιους σου».
«Θ' aφηγηθώ μια συντυχιά δύσκολη σαν και τούτη», αποκρίθη­
κε ο Κόναλλ. «Ήμουνα κάποτε μικρό παλικαράκι, κι ο πατέρας μου
είχε κτήματα πολλά, κι είχε βοσκοτόπια με γελάδες χρονιάρικες. Μια απ' αυτές μόλις είχε γεννήσει, και ο πατέρας μου με πρόσταξε να τη φέρω στο σπίτι. Βρήκα εγώ την αγελάδα και την πήρα μαζί. Βαστούσε χιονοθύελλα πυκνή. Χωθήκαμε στο καλυβάκι των βο­ σκών και μπάσαμε μέσα μαζί τη γελάδα με το μοσχαράκι, ώσπου να ξεθυμάνει η θύελλα. Να σου και μπαίνουν μέσα μια και δέκα γά­ τες κι από κοντά μια μεγάλη μονομάτα που 'χε σαν της αλεπούς το χρώμα κι ήταν ο aρχιτραγουδιστής. Με το που είδα να μπαίνουν, δε μου καλάρεσαν για παρέα. 'Έτσι μουγκοί θα καθόμαστε; Εμπρός αρχίστε", πρόσταξε ο aρχιτραγουδιστής, "πιάστε ένα τραγούδι* για τον Κόναλλ τον Αίτονύχη". Θαύμασα πώς ήξεραν οι yάτες τ' όνο­ μά μου. Μόλις τέλειωσαν τα νιαουρίσματα, λέε ι ο aρχιτραγουδι­ στής: ''Ιώρα, Κόναλλ, πλήρωσε την αμοιβή για το τραγούδι". "Δεν έχω", λέω εγώ, "αμοιβή για να σου δώσω, παρ' εκτός κι αν πάρετε τούτο το μοσχαράκι". Δεν πρόφτασα καλά καλά ν' aποσώσω την κουβέντα, και ορμάνε η μια κι οι δέκα γάτες πάνω στο μοσχαράκι και το κάνουν μια χαψιά. "Παίζετε, εμπρός, τι κάθεστε; Σκαρώστε κι άλλο τραγουδάκι για τον Κόναλλ τον Αϊτό", λέει ο αρχηγός. Εγώ καθόλου δεν είχα κέφι γ ια τραγούδια, μα στρώθηκαν οι δέκα και μια γάτες και μου τραγούδησαν στανικά! "Πλήρωσε τώρα αμοιβή", φωνάζει ο μεγάλος που 'χε της αλεπούς το χρώμα. "Λόγω τιμής, βαρέθηκα εσάς και τις πληρωμές σας", τον κόβω εγώ. "Δεν έχω άλ­ λη πληρωμή, εξόν κι αν σας αρέσει εκείνη η αγελάδα εκεί". Πέ­ φτουνε στην αγελάδα και την κάνουν μια χαψιά.
»"Γιατί μείνατε άλαλοι; Εμπρός, τραγουδήστε στον Κόναλλ τον
Αίτονύm", φωνάζει πάλι ο αρχηγός. Κι ελόγου μου, βασιλιά μου, καθόλου δε με νοιάζανε κι αυτοί και τα τραγούδια τους, γιατί άρχι­ σα να βλέπω πια πως
θα μου έβγαινε ξινή η συντροφιά τους.
»"Πλήρωσε τώρα
αμοιβή», λέει ο αρχη­ γός τους, κι εγώ, αφέ­ ντη βασιλιά, δεν είχα τι να τους δώσω, και του απαντώ: "Δεν έχω τίποτε να σας δώσω". Και ξεσηκώθηκε ουρ­ λιαχτό άγριο ανάμεσά
τους. Πηδάω εγώ από 'να παραθυράκι στο πίσω μέρος τού σπιτιού
και τρέχω για το δάσος με όλη μου τη δύναμη. Ήμουνα τότε δυνα­ τός και γρήγορος στα πόδια· και νιώθοντας το πανδαιμόνιο των γά­ των στο κατόπι μου σκαρφάλωσα στο πιο ψηλό δέντρο που βρήκα εκεί κοντά, που ήταν πυκvό στην κορυφή, και κρύφτηκα όσο πιο καλά μπορούσα. Βάλθηκαν οι γάτες να ψάχνουν στο δάσος μα δε μ' έβρισκαν. Απόκαμαν πια κι aρχίσανε να λένε η μια στην άλλη να γυρίσουν πίσω. "Από δυο μάτια έχετε κι όμως δεν τον θωρείτε κι εγώ που έχω μοναχά ένα μάτι", λέει ο αρmγός, που 'χε της αλε­ πούς το χρώμα, "τον είδα το θεομπαίχτη ψηλά στο δέντρο". Μόλις το είπε αυτό, σκαρφαλώνει ο ένας από δαύτους στο δέντρο κι όταν πλησίαζε στο μέρος που βρισκόμουν, τραβάω ένα μαχαίρι που είχα μαζί μου και τον σκοτώνω. 'Ά, που να πάρει!" λέει ο μονομάτης. "Δε φελάει να χάσω τους συντρόφους μου έτσι. Συναχτείτε γύρω από τη ρίζα του δέντρου και σκάψτε, να γκρεμίσουμε στη γης τον
κακούργο". Μεμιάς συνάχτηκαν γύρω στο δέντρο κι έσκαβαν στις ρίζες  μόλις έκοψαν τη μια,  τραντάχτηκε το δέντρο να πέσει κι έμπηξα εγώ μια φωνή μ' όλο μου το δίκιο. Εκεί κοντά στο δάσος βρισκόταν ένας παπάς κι είχε μαζί του δέκα άντρες που έσκαβαν. Λέει λοιπόν: "Άκουσα να φωνάζει κάποιος που κινδυνεύει, πρέπει ν' αποκριθούμε". Τον αντισκόφτει ο πιο σοφός από τους άντρες: "Άσε να δούμε αν θα ξανακουστεί". Άρχισαν πάλι οι γάτες να σκά­ βουν μανιασμένα, ώσπου έσπασαν άλλη μια ρίζα, κι έμπηξα εγώ άλλη μια φωνή που δεν ήταν διόλου σιγανή. "Σίγουρα κάποιος κιν­ δυνεύει - πάμε", είπε ο παπάς. Και ξεκίνησαν να με βρουν. Στο με­ ταξύ οι γάτες χίμηξαν στο δέντρο, έσπασαν την τρίτη ρίζα και το δέντρο έγειρε το μισό καταγής. Έμπηξα εγώ τρίτη φωνή. Βιάστη­ καν οι γεροδεμένοι άντρες κι όταν αντίκρισαν τις γάτες να ξεριζώ­ νουν το δέντρο τις άρχισαν με τα φτυάρια. Αρπάχτηκαν με τις γάτες ένας προς έναν, ώσπου τις έδιωξαν. Όσο για μένα, βασιλιά μου, δεν έλεγα να κουνήσω από το πόστο, ώσπου έφυγε κι η τελευταία. Έπειτα τράβηξα για το σπίτι μου. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη συντυ­ χιά τής ζωής μου· και λογαριάζω πως αν με ξέσκιζαν οι γάτες, θα ήταν σκληρότερος θάνατος απ' το να με κρεμάσει αύριο ο βασιλιάς του Λόχλανν».
«Αχ! Κόναλλ», λέει ο βασιλιάς, «πόσο γεμάτος είσαι μ' όμορφα λόγ ια! Με την ιστορία σου γλίτωσες τη ζωή του πιο μικρού από τους γιους σου. Αν έχε ις κι άλλη πιο δύσκολη περιπέτεια να μου ιστορήσεις, θα γλιτώσεις και το δεύτερο παιδί σου».
«Τότε λοιπόν», λέει ο Κόναλλ, «αφού ορίζεις έτσι, θα σου ιστο­ ρήσω πώς βρέθηκα κάποτε σε θέση πιο δύσκολη από το να βρίσκο­ μαι αιχμάλωτός σου απόψε».

«Ας την ακούσουμε», είπε ο βασιλιάς.
«Ήμουνα τότε ακόμη νιούτσικο παιδί και βγήκα για κυνήγι στα
πατρικά μου κτήματα πλάι στ' ακροθαλάσσι, που ήταν τραχύ κι από­ κρημνο όλο σπηλιές και βράχια. Όταν έφτασα στην κορυφή είδα σά­ μπως ν' ανεβαίνει καπνός ανάμεσα σε δυο βράχους κι έσκυψα να δω τι τρέχει Παραπατώ από το σκύψιμο και πέφτω, μα ήταν το μέρος τόσο γεμάτο ρείκια, που μήτε κόκαλο έσπασα μήτε πληγή μού άνοιξε πουθενά. Μόνο που δεν έβρισκα τρόπο να σκαρφαλό.)σω. Μπροστά μου δεν εκοίταζα παρά μονάχα απάνω, εκεί απ' όπου έπεσα-κι έλε­ γα πως ποτέ ξανά δε θα τα καταφέρω να σκαρφαλώσω και θα μείνω εκεί ώσπου να πεθάνω με φριχτό θάνατο. Ακούω ποδοβολητό και ξε­ φυτρώνει εμπρός μου ένας πελώριος γίγαντας με δυο ντουζίνες γίδια και για μπροστάρι ένα τραγί. Κι ως έδεσε ο γίγαντας τα γίδια, με ζυ­ γώνει και λέει: 'Άχά! Κόναλλ, καιρό σκούριαζε η κάμα στο θηκάρι μου την τρυφερή σου σάρκα να προσμένει". "Αλίμονο", κάνω εγώ, "ελόγου μου δεν πρόκειται πολύ να σ' ωφελήσω. Τι κι αν με σκίσεις στα δυο, μια καθισιά θα γίνω. Μα βλέπω είσαι μονόφθαλμος. Ελόγου μου τυχαίνει να 'μαι καλός γιατρός, το δεύτερό σου μάτι να σουγιά­ νω". Φέρνει ο γίγαντας και βάζει ένα καζάνι θεόρατο στη φωτιά, και εγώ δώστου να ορμηνεύω πώς να ζεστάνει το νερό για να ξαναβρεί το φως από το άλλο μάτι. Παίρνω ρείκια και τα κάνω κόλλα, τον βάζω όρθιο να σταθεί μέσ' στο καζάνι κι αρχίζω να του τρίβω το καλό μάτι τάχα για να πάρω την όραση στο άλλο να τη δώσω, ώσπου τ ' αφήνω και τα δυο στο μαύρο τους το χάλι Σίγουρα ήταν πιο βολικό και το άλλο να στραβώσω, παρά να γιάνω τον τυφλό.
»Όταν κατάλαβε πως πια δεν έβλεπε διόλου και μ' άκουσε που έλεγα πως τώρα πια θα φύγω από τη σπηλιά δίχως να μ' εμποδίσει αυτός, πετάγεται από το κάνιστρο και φράζει με το σώμα ολάκερο το στόμιο, φωνάζοντας πως θα εκδικηθεί που τον ετύφλωσα έτσι. Κούρνιαξα εγώ ολονυχτίς και μέχρι την ανάσα μου κρατούσα, μη με πάρει είδηση.
Το πρωί άκουσε να κρένουν τα πουλιά και κατάλαβε πως είχε ξημερώσει. "Κοιμάσαι;" φώναξε. "Σήκω να βγάλεις έξω τα γίδια". Εγώ σκότωσα τ' αρσενικό, κι εκείνος μου φωνάζει: "Σκοτώνεις τον μπροστάρη μου, το ξέρω, το ακούω".
»"Κάθε άλλο", του aποκρίνομαι, "ξελύνω την τριχιά του, μα εί­
ναι σφιχτή και με χασομεράει". Αμολάω μια από τις θηλυκές, την πιάνει, τη χαϊδεύει. "Εδώ είσαι, κατσικούλα μου παχιά, άσπρη και μαλλιαρή μου. Συ με θωρείς, μα ελόγου μου διόλου δε σε θωρώ πια". Όση ώρα ξέγδερνα το κριάρι τις άφηνα να βγαίνουν μια μια κι ως ν' αποβγάλω τη στερνή το είχα γδάρει ως πίσω. Μετά πάω και χώνομαι, τα πόδια μου στα δικά του, τα χέρια μου μέσα στα μπρο­ στινά του ποδάρια, και το κεφάλι μου κάτω από το δικό του με τα κέρατα στην κορφή για να νομίσει ο γίγαντας πως είναι το κριάρι Βγήκα κι εγώ. Σαν έβγαινα με χάιδεψε εκείνος και είπε: "Εδώ είσαι, κριάρι μου όμορφο. Συ με θωρείς, μα ελόγου μου διόλου δε σε θω­ ρώ πια". Σαν βγήκα έξω κι αντίκρισα τον κόσμο γύρωθέ μου, αχ βασιλιά μου, χάρηκα πολύ. Λεύτερος πια, σαν πέταξα την προβιά από το κορμί μου, φώναξα στο τέρας: "Να με που βγήκα δίχως να μ ' εμποδίσεις".
»"Αχά!" μου λέει "Κατάφερες έτσι να με γελάσεις. Αφού στά­
θηκες ικανός να βγεις από κει μέσα, θα σου χαρίσω ένα δαχτυλίδι που έχω· φύλαξέ το και θα σου βγει σε καλό!"
»"Από τα χέρια σου δεν το παίρνω", λέω εγώ, "μόνο πέταξέ το,
κι εγώ θα το πιάσω". Μου ρίχνει το δαχτυλίδι καταγής, πάω εγώ, το σηκώνω και το φορώ στο δάχτυλό μου. Ρωτάει αυτός: "Σου κάνει το δαχτυλίδι;" "Μου κάνει", aποκρίνομαι. Λέει τότε εκείνος: "Πού είσαι δαχτυλίδι μου;" Κι απαντάει το δαχτυλίδι: "Εδώ είμαι". Ση­ κώνεται το τέρας και ζυγώνει κατά κει που ακουγόταν η φωνή τού δαχτυλιδιού, και τότε είδα πως βρισκόμουν σε κίνδυνο πιο μεγάλο
απ' ό,τι άλλοτε ποτέ. Βγάζω ένα μαχαίρι, κόβω το δάχτυλό μου και
το πετάω στο πέλαγος όσο πιο μακριά μπορούσα · κι είχε βάθος μεγάλο
στο μέ ρος εκείνο. Ξαναφωνάζει: "Πού ε ίσαι δαχτυλίδι μου ;"
Και λέει το δαχτυλίδι : " Εδώ είμαι", κι ας ήταν στον πάτο του ωκεανού.
Πηδάει αυτός ξοπίσω του και χάνεται στα βάθη . Και χάρη κα,
καθώς έβλεπα να πνίγεται, τόσο πολύ όσο θα χαρώ που θα μου χαρίσεις
τη ζωή , τη δική μου και των δυονών μου γιων, να πάρουν τα
βάσανά μας τέλος .
»Όταν πνίγηκε ο γίγαντας μπή κα ξανά μέσα και πήρα όσο χρυ σό
κι ασήμι είχε και τράβηξα γ ια το σπίτι μου, όπου έκαναν ο ι δ ικο ί
μου χαρές μεγάλες σαν έφτασα. Κα ι γ ια σημάδι δες εδώ, το δάχτυλό
μου λείπει» .
«Άξιος είσαι και σοφός, στα λόγια και στη σκέψη», τον παίνεψε
ο βασιλιάς. «Βλέπω το δάχτυλό σου που λε ίπε ι. Τους δυο γιους σου
τους λευτέρωσες, κι αν ίσως μου ιστορήσεις άλλη μια τέτοια συντυχιά
σκληρότερη κι από τούτη - που περιμένεις αύριο το γιο σου
στην κρεμάλα- θα χαρίσω τη ζωή στον πιο μεγάλο γιο σου».
«Α ργότερα», συνέχισε ο Κόναλλ, «πήγε ο πατέρας μου και μου
βρήκε γυναίκα και παντρεύτηκα . Βγήκα να π άω κυνήγι. Βρέθηκα
σ ιμά στ ' ακροθαλάσσι            και βλέπω τότε ένα νησί πέρα μακριά στο
π έλαγο . Καθώς προχω ρούσα , φτάνω κοντά σε μια βάρκα που ' χε
ένα σκο ινί μπροστά τη ς κι ένα πίσω τη ς, και μέσα ήταν γιο μάτη θησαυρούς
αμύθητους. Σκέφτηκα κι ελόγου μου να πάρω μερικούς.
Είχα βαλ μένο το 'να πόδι μέ σα στη β άρκα και τ ' άλλο πατούσε
ακόμη στη στεριά, όταν σηκώνω το κεφάλι κα ι τι να δω; Η βάρκα
a ρμένιζε κιόλας μεσοπέλαγα και δε σταμάτησε παρά μονάχα όταν
άραξε στο νη σί. Μόλις βγήκα από τη βάρκα, ε κείνη γύρισε πίσω.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Μήτε τροφή , μήτε ρούχο , μήτε σπίτι φαινό ταν
πουθενά. Ανέβη κα στην κορυφή ενός λόφου κ ι έπειτα κατηφόρισα σε μια κοιλάδα. Βλέπω εκεί μέσα, σε μια βαθιά γούβα, μια γυ­ ναίκα μ ' ένα μωρό γυμνό στα γόνατά της και βαστούσε μαχαίρι στο χέρι της. Έκανε να βάλει το μαχαίρι στο λαιμό του μωρού και το μωρό τής έκανε χαρές και γέλια, κι εκείνη πέταξε πίσω το μαχαίρι κι άρχισε να κλαίει. Συλλογίστηκα πως ήμουν κοντά στον εχθρό μου και μακριά από τους φίλους μου και φώναξα στη γυναίκα: 'Ίι γυρεύεις εδώ;" Κι εκείνη με αντιρώτησε: "Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;" Με τα πολλά, της εξήγησα πώς έφτασα εκεί. 'Έ, λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο ήρθα κι εγώ". Μου 'δειξε το μέρος πώς να κατεβώ εκεί που βρισκόταν. Όταν μπήκα μέσα τη ρώτησα: "Για ποιο λόγο έβαλες το μαχαίρι στο λαιμό του παιδιού;" "Γιατί μου 'πε ο γίγαντας που μέ­ νει εδώ να του το μαγειρέψω να το φάει, αλλιώς δε θα ξαναδώ το φως του κόσμου". Εκείνη την ώρα ακούστηκαν τα βήματα του γί­ γαντα. 'Ίι θα κάνω; Τι θα κάνω;" φώναζε η γυναίκα. Πάω στο κα­ ζάνι και για καλή μου τύχη δεν ήτανε καυτό· χώνομαι λοιπόν μέσα ακριβώς τη στιγμή που μπήκε ο γίγαντας. "Το 'βρασες το μικρό να το φάω;" φώναξε. "Δεν έχει γίνει ακόμη", είπε εκείνη, κι εγώ σκλή­ ρισα τάχα μέσ ' από το καζάνι: "Μανούλα, μανούλα, βράζω". Γέλα­ σε ο γίγαντας, ΧΑΪ -ΧΟ-ΧΟΓΚΑΡΕϊ, και στοίβαξε ξύλα κάτω από το καζάνι
«Τώρα, έβλεπα πως σίγουρα θα ζεματιζόμουν πριν προφτάσω να βγω, αλλά για καλή μου τύχη, το τέρας αποκοιμήθηκε σιμά στο καζάνι Σαν πήρε είδηση πως κοιμόταν, η γυναίκα κόλλησε το στό­ μα αθόρυβα σε μια τρύπα που 'χε το καπάκι και ρώτησε: "Ζεις;" Αποκρίθηκα πως ζούσα κι έβγαλα το κεφάλι από την τρύπα που ήταν μεγάλη και το χωρούσε άνετα. Όλα πήγαν καλά ώσπου έκανα να βγάλω τα γοφιά μου. Ξεγδάρθηκε το πετσί μου στα γοφιά αλλά με χίλια ζόρια βγήκα έξω. Τώρα δεν ήξερα τι να κάνω. Μου λέει η γυναίκα πως άλλο όπλο για να τον ξεκάνω δε βρισκόταν παρ' εκτός
το δικό του. Βάλθηκα να τραβάω το κοντάρι του και κάθε ανάσα που τραβούσε ο γίγαντας θάρρευα πως θα με ρουφούσε στο λαρύγ­ γι του, κι όταν έβγαινε η αναπνοή μ' έσπρωχνε πίσω άλλο τόσο. Όμως παρ' όλες τις δυσκολίες τού πήρα επιτέλους το κοντάρι Και έπειτα πήγαινα σαν άνθρωπος σ' ανεμοζάλη τρελή, που τον πλάκω­ σα ν τα δεμάτια με το άχυρο, γιατί δεν μπόραγα να κουμαντάρω το κοντάρι. Έβλεπα το τέρας και τρόμαζα γιατί είχε μονάχα ένα μάτι, καταμεσής στο πρόσωπο· και δεν ήταν πράμα βολετό να του επιτε­ θούνε ανθρωπάκια σαν ελόγου μου. Έσυρα πίσω το ακόντιο όσο πιο πολύ μπορούσα κι έπειτα το 'μπηξα στο μάτι του. Μόλις το ένιωσε τίναξε το κεφάλι ψηλά, χτύπησε την πίσω μεριά τού κοντα­ ριού στο ταβάνι της σπηλιάς κι αυτό του τρύπησε το κεφάλι πέρα ως πέρα. Έπεσε ξερός στον τόπο. Καταλαβαίνεις, βασιλιά, τη χαρά μου. Βγήκα από το λαγούμι μαζί με τη γυναίκα και περάσαμε τη νύ­ χτα σ' ένα ξέφωτο. Πήγα και πήρα τη βάρκα που με ε ίχε φέρε ι, και τα πλούτη της δεν είχαν διόλου ξαλαφρώσε ι. Πήρα τη γυναίκα με το παιδί, τους έβγαλα στη στεριά, κι έπειτα γύρισα στο σπίτι».
Η μάνα του βασιλιά του Λόχλανν εκείνη την ώρα άναβε τη φω­ τιά κι άκουγε τον Κόναλλ να λέει την ιστορία για το παιδί. «Εσύ ήσουνα ο άνθρωπος», τον ρώτησε, «που βρέθηκε εκεί πέρα;»
«Εγώ ήμουνα», αποκρίθηκε αυτός.
«Αχ!» λέει εκείνη. «Ελόγου μου ήμουνα η γυναίκα κι ο βασι­ λιάς ήταν το παιδί που έσωσες εμείς πρέπει να σ ' ευχαριστήσουμε που γλίτωσες τη ζωή μας». Κι έκαναν χαρές μεγάλες.
Λέει ο βασιλιάς: «Κόναλλ, μεγάλα βάσανα πέρασες. Τώρα το καφετί άλογο είναι δικό σου και στο σακούλι του φυλαγμένα θα βρεις τα πιο πολύτιμα πράγματα που 'χω στους θησαυρούς μου».
Ξάπλωσαν για να κοιμηθούν τη νύχτα, κι αν ξύπνησε νωρίς ο
Κόναλλ, η βασίλισσα σηκώθηκε πολύ νωρίτερά του στο πόδι για να
ετοιμαστούν όλα. Εκείνος πήρε το καφετί άλογο και το σακούλι το γεμάτο χρυσάφι, ασήμι και πετράδια πολύτιμα, κι έπειτα μαζί με τους τρεις γιους του γύρισαν στην πατρίδα τους, στο χαρούμενο Έριν. Άφησε το χρυσάφι και τ' ασήμι σπίτι του και πήγε το άλογο στον βασιλιά. Από τότε έζησαν σαν καλοί φίλοι για πάντα. Όταν γύρισε σπίτι στη γυναίκα του, ετοίμασαν ένα γλέντι, μα τι γλέντι...
Άλλο όμοιό του δεν γίνηκε στον κόσμο, γιόκα μου κι αδελφάκι μου.



No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts