Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΡΑΦΤΗΣ

Εναν γενναίο ράφτη τον πήρε ο μεγάλος Μακντόναλντ στο
κάστρο του στο Σάντελλ για να του ράψει ένα κοστούμι ολόσ
ωμο του παλιού καιρού . Ήταν το γιλέκο με το πανταλόνι μονοκόμματο,
στολισμένο με κρόσσια, πολύ άνετο, ό,τι πρέπει για περίπατο
ή χορό. Ο Μακντόναλντ είπε στον ράφτη πως αν έραβε τη φορεσιά
τη νύχτα μέσα στην εκκλησιά θα του 'δινε γερή αμοιβή , γιατί
η παλιά ερειπωμένη εκκλησιά έλεγαν πως ήταν στοιχειωμένη και
τη νύχτα έβγαιναν πλάσματα τρομαχτικά.
Ο ράφτης το ήξερε καλά · όμως ήταν γενναίος άνθρωπος κι όταν
τον προκάλεσε ο κτηματίας να ράψει τη φορεσιά στην εκκλησία το
βράδυ, εκείνος δεν φοβήθηκε μα βάλθηκε να κερδίσει το στοίχημα .
Έτσι, μόλις έπεσε η νύχτα, τράβηξε την ανηφόρα στην κοιλάδα και
περπάτησε σχεδόν μισό μίλι απόσταση από το κάστρο, ώσπου
έφτασε στην παλιά εκκλησία . Διάλεξε μια ωραία ταφόπλακα, έκατσε
πάνω, άναψε το κερί του, φόρεσε τη δαχτυλήθρα του και στρώθηκε
να ράβει τη φορεσιά με γρήγορες βελονιές και να ονειρεύεται
τα λεφτουδάκια που θα του έδινε ο κτηματίας.
Για λίγη ώρα τα πήγαινε μια χαρά, αλλά ξαφνικά ένιωσε το πάτωμα
τα τρίζει κάτω από τα πόδια του . Έριξε γύρω μια ματιά, δίχως
τα δάχτυλά του να σταματούν τη δουλειά, κι είδε ένα μεγάλο aνθρωπινό
κεφάλι να βγαίνει από το πέτρινο πλακόστρωτο της
εκκλησιάς. Μόλις σηκώθηκε το κεφάλι έξω από τις πλάκες έβγαλε μια
φωνάρα τρομερή και του είπε: «Τη βλέπεις την κεφάλα μου;»
«Μωρέ, κι εκείνη τη βλέπω και τούτη τη ράβω!» αποκρίθηκε ο
aτρόμητος ράφτης και δώστου πατούσε τις βελονιές στη φορεσιά .
Ύστερα το κεφάλι σηκώθηκε πιο πολύ μέσ' από τις πλάκες,
ώσπου φάνηκε ο λαιμός. Βροντοφωνάζει πάλι το φάντασμα: «Τη
λαιμουδάρα μου τη βλέπεις;»
«Μωρέ , κι εκείνη τη βλέπω και τούτη τη ράβω», απαντάει ο
aτρόμητος ράφτης δίχως να χασομεράει τη δουλειά του.
Σηκώθηκε το κεφάλι κι ο λαιμός ακόμη πιο ψηλά, ώσπου βγή καν
έξω οι θεόρατες πλάτες και το στήθος από τη γη. Βρόντηξε πάλι
η φωνή: «Τις πλατάρες μου τις βλέπεις;»
Ξαναποκρίνεται ο aτρόμητος ράφτης: «Μωρέ, κι εκείνες τις βλέπω
και τούτη τη ράβω», κι όλο πατούσε τις βελονιές στη φορεσιά.
 Το φάντασμα ολοένα σηκωνόταν ανάμεσα από τις πλάκες
ι ;Jσπου έβγαλε και τις χερούκλες του και τις κουνούσε κάτω από τη
11ίJτη του ράφτη: «Τις χερούκλες μου τις βλέπεις;»
«Μωρέ, κι εκείνες τις βλέπω και τούτη τη ράβω!» αποκρίθηκε ο
1 1άφτης και συνέχισε τις βελονιές γιατί ήξερε πως δεν υπήρχε καιΙ'
ός για χάσιμο.
Όσο έβλεπε ο aτρόμητος ράφτης να βγαίνει λίγο λίγο το φάντασμα
από τις πλάκες τόσο πιο μεγάλες έκανες τις βελονιές, ώσπου
ι:κείνο έβγαλε ένα πελώριο πόδι, το βρόντηξε στις πλάκες και βρυΧ11
θηκε: «Την ποδάρα μου τη βλέπεις;»
«Πώς, πώς! Κι εκείνη τη βλέπω και τούτη τη ράβω!» σκλήρισε
ο ράφτης. Τα δάχτυλά του έκαναν φτερά με το βελόνι και τράβαγε
τις βελονιές τόσο μεγάλες που καθώς έβγαινε το δεύτερο ποδάρι,
κόντευε πια να τελειώσει η φορεσιά. Ώσπου να το βγάλει από το
πλακόστρωτο, ο ράφτης είχε τελειώσει. Σβήνει το κερί σηκώνεται
από την ταφόπλακα, μαζεύει τα τσιμπράγκαλά του και το σκάει από
τη ν εκκλησιά με τη φορεσιά παραμάσχαλα . Βγάζει το φάντασμα
β ρυχηθμό μεγάλο, βροντοχτυπάει τα δυο του πόδια στις πλάκες και
τον παίρνει στο κυνήγι.
Κατηφόρισαν τη ρεματιά πιο γοργά κι απ' το νερό όταν φου σκώνει
ο χείμαρρος, μα ο ράφτης ήταν φτεροπόδαρος, είχε ξεκινήσει
πρώτος και δεν σκόπευε να χάσει την πληρωμή του κτηματία.
Μάταια ούρλιαζε το φάντασμα.
Ο ράφτης δεν ήταν άνθρωπος να τον τρομάζουν τα τέρατα. Βαστούσε
σφιχτά τη φορεσιά και σκιά δεν έπιανε κάτω από τα πόδια
του, ώσπου έφτασε στο κάστρο του Σάντελλ.
Δεν πρόλαβε να μπει μέσ' από την πύλη και να κλείσει, να σου
το φάντασμα. Μανιασμένο που έχανε το λάφυρό του χτύπησε τον
τοίχο πάνω από την πύλη αφήνοντας απάνω το σημάδι από τις
πέντε δαχτυλάρες του. Φαίνονται ακόμη ως τα σήμερα, άμα κοιτάξεις
κοντά.
Μα ο ράφτης κέρδισε την αμοιβή, γιατί ο Μαιcντόναλντ τον
πλήρωσε καλά για τη φορεσιά κι ούτε ποτέ κατάλαβε πως μερικές
βελονιές ήταν κομματάκι πιο μεγάλες από τις άλλες.

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts