Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


Ζουσε κάποτε ενας γέρος ψαράς και μια χρονιά
έτυχε να μην πιάνει πολλά ψάρια. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες,
την ώρα που ψάρευε, βγαίνει στο πλάι της βάρκας μια κόρη τής θάλασσας
και τον ρωτά: «Πιάνεις πολλά ψάρια;» Αποκρίνεται ο γέρος
και της λέει: «Ελόγου μου όχυ>. «Άμα σου στείλω καλή ψαριά, τι θα
μου δώσεις;» «Αχ!» στέναξε ο γέρος. «τίποτε περισσευούμενο δεν
έχω». «Μου δίνεις το μεγάλο σου γιο;» λέει αυτή. «Αν είχα θα σ' τον
έδινα», απαντάει ο γέρος. «Τότε γύρνα στο σπίτι σου και σαν πατήσει
ο γιος σου τα είκοσι, να με θυμηθείς. Τώρα να δεις που θα mάνεις ψάρια
μπόλικα». Όλα γίνηκαν κατά πως τα 'πε η κόρη τής θάλασσας,
κι έπιανε ψάρια μπόλικα · μα σαν ζύγωσε καιρός να περάσουν τα είκοσι
χρόνια, τον γέρο τον έπιασε καημός και ψυχοπλάκωση μεγάλη
κι όλο μετρούσε μία μία τις ημέρες που έρχονταν.
Πρωί βράδυ αναπαμό δεν είχε. «Μήπως σε στενοχώρησε κανείς
πατέρα;» τον ρώτησε ο γιος του μια μέρα. «Κάποιος με στενοχώρησε,
αλλά ελόγου σου δε φταις μήτε κανένας άλλος», λέει ο γέρος .
«Π ρέπει οπωσδήποτε να μου πεις τι τρέχει», λέει το παιδί. Με τα
πολλά, του μαρτύρησε ο πατέρας τη συμφωνία που είχε κάνει με
την κόρη της θάλασσας. «Μη σκοτίζεσαι» , λέει ο γιος «εγώ θα κάνω
ό,τι μου πεις» . «Όχι, γιε μου. Δε σ' αφήνω να πας κι ας μην
πιάνω πια ποτέ ψάρια». «Αφού δε μ' αφήνεις να 'ρθω μαζί σου, πήγαινε
στο σιδερά και πες του να μου φτιάξει ένα μεγάλο, γερό σπαθί,
να πάω να βρω την τύχη μου» .
Πήγε ο πατέρας στον σιδερά, κι εκείνος του έφτιαξε ένα σπαΟΙ
τρομερό και φοβερό. Το φέρνει ο πατέρας στο σπίτι, το αρπάζει το
παιδί στα χέρια του και μόλις το τινάζει μια δυο φορές πέρα δώθε ,
γίνεται εκατό κομμάτια. Παρακάλεσε τον πατέρα του να ξαναπάει
στον σιδερά και να του φέρει σπαθί με διπλάσιο βάρος. Πήγε ο πατέρας,
μα το ίδιο έγινε και με το δεύτερο σπαθί-κόπηκε στη μέση .
Ξαναπάει ο γέρος στον σιδερά, κι εκείνος του φτιάχνει ένα σπαΟl
πελώριο, που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει. «Πάρε το σπαθί που ζή τησες
», είπε ο σιδεράς, «κι όποιος στα χέρια παίξει τέτοιο λεπίδι,
θα είναι άξιος πολύ». Έδωσε ο γέρος το σπαθί στον γιο του, κι εκείνος
το ταρακούνησε μια δυο φορές στον αέρα. «Καλό είναι», είπε.
«Τώρα καιρός να ξεκινήσω το δρόμο μου».
Το άλλο πρωί, σέλωσε ένα μαύρο άλογο που είχε ο πατέρας του
κι έκανε την οικουμένη προσκεφάλι. Εκεί που πήγαινε, βρήκε πλάι
στο δρόμο ένα ψόφιο αρνί κι από πάνω του ένας μεγάλος μαύρος
σκύλος, ένα γεράκι και μια βίδρα να τσακώνονται για το λάφυρο.
Του ζήτησαν λοιπόν να κάνει αυτός τη μοιρασιά. Ξεπέζεψε και χώρισε
το πρόβατο στους τρεις τους. Τρία μερίδια στο σκυλί, δυο για
τη βίδρα κι ένα στο γεράκι«Για το καλό που μου 'κανες», είπε το
σκυλί, «αν τυχόν χρειαστείς ποτέ πόδι γρήγορο ή δόντι κοφτερό,
μόλις με σκεφτείς θά 'ρθω στο πλευρό σου». «Αν χρειαστεί κολυμβητής
από το βυθό μιας λίμνης να σε λευτερώσει, μόλις με σκεφτείς
θά 'ρθω στο πλευρό σου», είπε η βίδρα. «Σε δύσκολη περίσταση αν
σ ' ωφελεί η γρηγοράδα του φτερού ή τα γαμψά μου νύχια, μόλις με
σκεφτείς θά 'ρθω στο πλευρό σου», είπε το γεράκι.
Έπειτα το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του ώσπου έφτασε στο
παλάτι ενός βασιλιά, όπου έπιασε δουλειά στα κοπάδια κι ο μισθός
του θα ήταν ανάλογος με το γάλα των αγελάδων. Τις πήγε στη βοσκή
μα χορτάρι πουθενά. Το βράδυ που γύρισε πίσω, το γάλα βγήκε
λιγοστό, αφού ο τόπος ήταν κατάξερος, και το φαt και το πιοτί του
ελάχιστο εκείνο το βράδυ.
Την άλλη μέρα, τα πήγε μακρύτερα· ώσπου έφτασαν σ' ένα μέρος
πολύ χλοερό, σε μια κοιλάδα πράσινη, που όμοιά της δεν είχε
ξαναδεί.
Όμως σαν ζύγωνε η ώρα του γυρισμού, τι να δει; Να σου ένας
θεόρατος γίγαντας που ερχόταν καταπάνω του με το σπαθί στο χέρι!
«Χ Αϊ! Χ ο!! ΧοrκΑΡΕϊ!! !»λέει ο γίγαντας. «Δικά μου είναι τούτα
τα γελάδια· στα κτήματά μου πάτησαν. Όσο για λόγου σου , είσαι
κιόλας πεθαμένος». «Αυτό κανείς δεν το ξέρει», του λέει ο βοσκός.
«Εύκολο στα λόγια, μα δύσκολο στην πράξη».
Τράβηξε το θεόρατο και κοφτερό σπαθί του και σίμωσε τον γίγαντα.
Με μια σπαθιά σαν αστραπή κόπηκε το κεφάλι τού γίγαντα.
Ο νέος πήδησε πάνω στο μαύρο άλογο κι άρχισε να ψάχνει για το
σπίτι του γίγαντα. Μόλις μπήκε μέσα είδε πλούτη αμύθητα και
στην ντουλάπα φορεσιές όλων των ειδών, με στολίσματα χρυσά και
ασημένια, η μια καλύτερη απ' την άλλη. Καθώς έπεφτε η νύχτα ξεκίνησε
να γυρίσει στο παλάτι του βασιλιά δίχως να πάρει τίποτε
από το σπίτι του γίγαντα. Εκείνο το βράδυ οι αγελάδες κατέβασαν
γάλα πολύ. Έκανε κι ελόγου του γενναίο φαγοπότι ώσπου χόρτασε
καλά, κι ο βασιλιάς καταχάρηκε για τον βοσκό που είχε βρει. Πέρασε
έτσι κάμποσος καιρός, ώσπου το χόρτο λιγόστεψε και δεν έφτανε
για βοσκή .
Σκέφτηκε τότε να προχωρήσει λίγο παραμέσα στα κτήματα του
γίγαντα. Βρίσκει μια έκταση καταπράσινη . Γυρίζει, φέρνει τα γελάδια
και τα βάζει να βοσκήσουν .
Δεν πρόλαβαν να φάνε λίγο χορτάρι, και να σου ένας άγριος γίγαντας
να φωνάζει με λύσσα και μανία: «ΧΑΪ! Χο!! ΧοrκΑΡΕϊ !! !
Με το αίμα σου θα σβήσω τη δίψα μου απόψε» . «Αυτό κανείς δεν
το ξέρει . Εύκολο στα λόγια, μα δύσκολο στην πράξη». Κι οι δυο
άντρες όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλον σείοντας τα σπαθιά,
ώσπου πια φάνηκε πως ο γίγαντας θα νικούσε τον βοσκό. Τότε εκείνος
κάλεσε το σκυλί. Μ' έναν πήδο, ο μαύρος σκύλος γράπωσε τον
γίγαντα από το λαιμό, κι ο βοσκός δίχως να χάσει καιρό τού πήρε το
κεφάλι.
Το βράδυ γύρισε στο σπίτι κουρασμένος, μα τα ζώα κατέβασαν
τόσο γάλα που όλη η βασιλική οικογένεια ενθουσιάστηκε με την
καπατσοσύνη του βοσκού.
Την άλλη μέρα τράβηξε για το κάστρο. Μόλις έφτασε στην πόρτα,
τον υποδέχτηκε μια στρίγκλα όλο τσιριμόνιες και κολακείες.
«Ώρα καλή σου, γιε του ψαρά, χαίρομαι που σε βλέπω · είναι μεγάλη
τιμή για το βασίλειό μας που έρχεσαι να το επισκεφθείς .. . ο ερχομός
σου είναι τιμή για τούτο το σπίτι · πέρασε πρώτος, πέρασε, να
ξαποστάσεις λίγο».
«Πρώτα θα μπεις ελόγου σου, μπαμπόγρια. Έξω απ' την πόρτα
δεν ωφελούν τα λόγια τα μεγάλα · μέσα να μπεις ν ' ακούσουμε την
όμορφη μιλιά σου». Κάνει να μπει μέσα η γριά και καθώς του γύρισε
την πλάτη, σηκώνει εκείνος το σπαθί και της κόβει το λαιμό· μα
το σπαθί τού γλίστρησε απ' τα χέρια, κι η γριά άρπαξε με τα δυο
της χέρια το κεφάλι της και το ξανακόλλησε στο λαιμό εκεί που
ήταν πρώτα . Χίμηξε πάνω της το πιστό σκυλί, μα εκείνη το χτυπάει
με το ραβδί το μαγικό και το ξαπλώνει κάτω. Παλεύει το βοσκόπουλο
και της αρπάζει από τα χέρια το μαγικό ραβδί. Με μια χτυπιά
κατακέφαλα τη ρίχνει καταγής όσο ν ' ανοιγοκλείσει τα μάτια .
Μπαίνει λιγάκι παραμέσα και τι να δει; Θησαυροί αμέτρητοι! Χρυσάφι,
ασήμι, το ένα πράγμα πιο πολύτιμο από τ' άλλο μέσα στο κάστ ρο τής γριάς .
Σαν γύρισε κατόπι στο παλάτι του βασιλιά, γίνηκαν
καινούριες χαρές και πανηγύρια .
Συνέχισε να βόσκει τα κοπάδια για κάμποσο καιρό · όμως ένα
β ράδυ στο γυρισμό, αντί να ακούσει «γεια χαρά» και «ώρα καλή»
από τη γαλατού, ακούει θρήνο και σπαραγμό.
Ρωτάει να μάθει ποιος είναι ο λόγος που θρηνούν νυχτιάτικα,
κι η γαλατού τού λέει: «Μέσα στη λίμνη κατοικεί ένα θεριό τρικέφαλο
και κάθε χρόνο πρέπει να τρώει έναν άνθρωπο. Τούτη τη χρονιά
έλαχε ο κλήρος στη βασιλοπούλα κι αύριο το μεσημέρι θα την
πάνε στο Μεγάλο Θεριό για θυσία στην πάνω άκρια της λίμνης. Μα
είναι κι ένα aρχοντόπουλο που θα πάει να τη γλιτώσει» .
«Τι λογής aρχοντόπουλο;» ρώτησε ο βοσκός. «Α, είναι στρατηγός
μεγάλος και τρανός», απάντησε η γαλατού . «Κι όταν σκοτώσει
το θεριό θα παντρευτεί τη βασιλοπούλα, γιατί ο βασιλιάς έταξε να
τη δώσει νύφη σ' όποιον τη σώσευ>.
Την άλλη μέρα, σαν ήρθε η ώρα, κίνησε η βασιλοπούλα μαζί με
τον πολεμιστή για ν' απαντήσουν το θεριό κοντά στο μαύρο βράχο,
στην πάνω μεριά της λίμνης. Σε λίγη ώρα ανασάλεψε το θεριό καταμεσής
στη λίμνη· όμως ο ήρωας στρατηγός σαν είδε το απαίσιο
θηρίο με τα τρία κεφάλια, φρίκιασε, πισωπάτησε κι έτρεξε να κρυφτεί,
αφήνοντας την κόρη του βασιλιά απροστάτευτη, να τρέμει
από το φόβο της. Άξαφνα η κοπέλα βλέπει ένα παιδί γερό κι ομορφοκαμωμένο
να 'ρχεται προς το μέρος της πάνω σε μαύρο άλογο.
Φορούσε ρούχα υπέροχα κι aρματωσιά σπουδαία και δίπλα του ένα
σκυλί μαύρο ακολουθούσε. «Τι σκιάζεσαι, κοπέλα μου; Τι γυρεύεις
εδώ πέρα;» ρωτάει αυτός .
«Μην τα ρωτάς. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να μείνω πολύ»,
aποκρίνεται η βασιλοπούλα.
«Εγώ δεν το πιστεύω», λέει το παιδί.
«Πριν από λίγο το ' βαλε στα πόδια κι άλλος γενναίος σαν εσένα
» , λέει αυτή.
«Γενναίοι είναι όσοι μένουνε και πολεμούν» , λέει το παιδί. Και
ορμά να συναντήσει το θεριό με το σπαθί στο χέρι και το σκυλί στο
πλάι του. Έγινε τότε στα νερά χαλασμός μεγάλος καθώς πάλευαν οι
δύο. Ο σκύλος πάλευε κι αυτός όπως μπορούσε. Αν πείτε για την
κόρη του βασιλιά, της λύθηκαν τα γόνατα από τα ουρλιαχτά τού θηρίου!
Πότε βούλιαζε ο ένας στα νερά, πότε χανόταν ο άλλος.
Ωσπου στο τέλος του 'κοψε το ένα κεφάλι, κι εκείνο έβγαλε βρυχηθμό
, της γης το τερατογέννημα, που αντιλαλήσανε τα βουνά να
τ' αντιχαιρετήσουν κι ανανταριάσαν τα νερά της λίμνης πέρα ως
πέρα και το τέρας χάθηκε σ' ένα λεπτό.
«Καλή σου ώρα, νικητή!» φώναξε η βασιλοπούλα. «Για μια νυχτιά
με γλίτωσες, μα αύριο θα ξανάρθει, γιατί δεν πρόκειται να σταματήσει
αν δεν κοπούνε και τ ' άλλα δυο κεφάλια». Πιάνει αυτός το
κο μμένο κεφάλι, το περνάει από σκοινί δένοντας κόμπο γερό και
τη ς παραγγέλνει να το φέρει την άλλη μέρα πάλι στο ίδιο μέρος.
Λυτή του έδωσε ένα χρυσό δαχτυλίδι και ξεκίνησε για το παλάτι
κουβαλώντας την τερατόμορφη κεφαλή στον ώμο , ενώ ο βοσκός
κίνησε να βρει τα γελάδια. Πριν προφτάσει όμως η βασιλοπούλα να
ξεμακρύνει πολύ , τη βλέπει ο σπουδαίος στρατηγός και της λέει:
«Άμα δεν πεις ψέματα πως εγώ έκοψα το κεφάλι του θεριού, θα σε
σκοτώσω». «Αλίμονο», λέει η κοπέλα, «εσύ το σκότωσες κι άλλος
κανένας! >> Φτάσανε στο παλάτι, κι ο στρατηγός κουβαλούσε το κεφάλι
στον ώμο του. Δώστου χαρές όλοι εκεί που ήρθε πίσω η κοπέλα
απείραχτη και ο γενναίος στρατηγός κρατούσε το κεφάλι ματωμένο
στα χέρια. Το άλλο πρωί ξανάφυγαν, κι όλοι πια το είχαν σίγουρο
πως ο ήρωας θα γλίτωνε τη βασιλοπούλα.
'Εφτασαν στο ίδιο μέρος και σε λίγο βγήκε πάλι από τα νερά το
τρο μερό Μεγάλο Θεριό καταμεσής στη λίμνη, κι ο ήρωάς μας το
έσκασε, όπως είχε κάνει και την προηγουμένη. Ευτυχώς φανερώθηκε
έγκαιρα ο νεαρός στο μαύρο άλογο, ντυμένος με άλλη φορεσιά.
Ο μως η βασιλοπούλα τον γνώρισε. «Χαίρομαι που σε βλέπω», του
λέει, «Κι ελπίζω πως στα χέρια σου τ' άξιο σπαθί θα κρατήσεις
όπως εχτές. Έλα να ξαποστάσεις». Μα πριν προλάβουν να σταθούν
βλέπουνε το θηρίο, ν' αχνίζει η ανάσα του καταμεσής στη λίμνη.
Ο νέος δεν έχασε καιρό, όρμησε στο θηρίο, κι έπεσε φοβερή
αναμπουμπούλα στα νερά, βοή κι αντάρα κι ουρλιαχτά ανήκουστα!
Ω ρα πολλή χτυπιόντουσαν ώσπου κατά το δείλι κατάφερε και του
έκοψε το δεύτερο κεφάλι. Το έδεσε πάλι με τριχιά και το έδωσε
στην κοπέλα. Εκείνη του έδωσε το ένα της σκουλαρίκι. Πήδησε το
παλικάρι στο μαύρο άλογο κι έφυγε για τα βοσκοτόπια. Η κόρη τού
βασιλιά κίνησε για το παλάτι με τα κεφάλια. Την καρτερούσε πάλι
ο στρατηγός και πήρε το κεφάλι, φοβερίζοντας τη να μαρτυρήσει
ψέματα πως τάχα αυτός είχε κόψει το κεφάλι και τούτη τη φορά .
«Βέβαια, εσύ και κανένας άλλος!» αποκρίθηκε η κοπέλα. Φτάσανι:
στο παλάτι κουβαλώντας τα κεφάλια, και γίνηκαν χαρές μεγάλες.
Την άλλη μέρα, ίδια ώρα περίπου έφυγαν οι δυο τους . Ο αξιωματικός
πήγε και κρύφτηκε όπως το 'χε συνήθειο, κι η βασιλοπούλα
τράβηξε για την όχθη της λίμνης. Ήρθε ο ήρωας με το μαύρο
άλογο, και το θεριό φρύαξε και μάνιασε τρισχειρότερα από τις άλλες
ημέρες. Το παλικάρι τού έκοψε το τρίτο κεφάλι, το έδεσε με κόμπο
και το έδωσε πάλι στο κορίτσι. Εκείνη του χάρισε το άλλο της
σκουλαρίκι, κι έπειτα κίνησε να γυρίσει πίσω κουβαλώντας τα
κεφάλια. Μόλις έφτασαν στο παλάτι του βασιλιά, όλοι χάρηκαν και
ο στρατηγός ετοιμαζόταν να παντρευτεί τη βασιλοπούλα την άλλη
μέρα. Άρχισε η γιορτή κι όλοι στο κάστρο περίμεναν πότε θα έρθει
ο παπάς. Όμως σαν έφτασε ο παπάς, η κοπέλα είπε ότι θα πα-

ντρευόταν μονάχα όποιον μπορούσε να ξελύσει τα κεφάλια από το
σκοινί δίχως να το κόψει. «Ποιος άλλος μπορεί να λύσει τα κεφάλια
απ' τον κόμπο εξόν αυτός που τα 'δεσε;» είπε ο βασιλιάς.
Δοκίμασε ο στρατηγός, μα δεν μπορούσε να τα λύσει. Δοκίμασαν
όλοι οι παλατιανοί, τίποτε! Ρώτησε τότε ο βασιλιάς αν έμεινε
κανένας άλλος στο παλάτι να δοκιμάσει. Του είπαν πως μόνο το βοσκόπουλο
δεν είχε δοκιμάσει ακόμη. Έστειλε να φωνάξουν το παιδί,
ήρθε αυτό και τα 'λυσε αμέσως . «Για στάσου, παλικάρι μου» ,
λέει η βασιλοπούλα . «Αυτός που 'κοψε τα κεφάλια του θεριού έχει
το δαχτυλίδι μου και τα δυο μου σκουλαρίκια» . Έβαλε τότε ο βοσκός
το χέρι του στην τσέπη και τα πέταξε πάνω στο τραπέζι. «Αυτός
είναι ο άντρας μου» , είπε η βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς στραβομουτσούνιασε
λιγάκι που η κόρη του θα παντρευόταν έναν βοσκό,
μα πρόσταξε να του φέρουν μια καλύτερη φορεσιά· όμως η θυγατέρα
του του μίλησε και του είπε πως ο νέος είχε φορεσιές πιο όμορφες
απ' όλες τις δικές τους. Και πραγματικά, ο βοσκός φόρεσε τη
χρυσή φορεσιά του γίγαντα κι έγινε ο γάμος την ίδια μέρα.
Παντρεύτηκαν κι όλα πήγαιναν καλά. Όμως μια μέρα, την ημέρα
που είχε τάξει ο πατέρας του να τον δώσει στη κόρη της θάλασσας,
εκεί που έκαναν περίπατο στην όχθη της λίμνης, βγαίνει η ξωθιά
από το νερό και τον αρπάζει άξαφνα δίχως να ρωτήσει κανέναν .
Η έρμη η βασιλοπούλα βουτήχτηκε στο πένθος, την πίκρα και το
δάκρυ, που χάθηκε το ταίρι της, και δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια
της από τη λίμνη . Ήρθε ένας γερο-μάντης να τη δει κι εκείνη
του aνιστόρησε πώς χάθηκε ο άντρας της. Αυτός την ορμήνεψε τι
έπρεπε να κάνει για να σωθεί το ταίρι της, κι έτσι έκανε.
Κατέβηκε με την άρπα της στην ακρογιαλιά, κάθισε κι άρχισε
να παίζει. Βγήκε τότε η κόρη της θάλασσας ν ' ακούσει, γιατί οι κόρες
της θάλασσας αγαπούν τη μουσική πιότερο απ' όλα τα πλάσματα
του κόσμου. Μα μόλις την είδε η βασιλοπούλα, σταμάτησε νιι
παίζει. «Παίξε κι άλλο!» παρακάλεσε η κόρη της θάλασσας. Μα η
πριγκίπισσα αρνήθηκε: «Αν δε δω τον άντρα μου ξανά, δεν παίζω» .
Τότε η νεράιδα φανέρωσε το κεφάλι του μέσ' από τη λίμνη. Έπαιξι:
η πριγκίπισσα κι έπειτα σταμάτησε, γυρεύοντας να τον φανερώσει
ως τη μέση για να ξαναρχίσει. Έπαιξε πάλι, σταμάτησε, και τούτη
τη φορά η κόρη της θάλασσας τον έβγαλε ολόκληρο από το νερό.
Ήρθε τότε το γεράκι, τον μεταμόρφωσε κι αυτόν σε πουλί και πέταξαν
στη στεριά. Μα πρόλαβε η κόρη της θάλασσας κι άρπαξε τη γυναίκα
του τη βασιλοπούλα.
Πίκρα μεγάλη έπεσε εκείνο το βράδυ στην πολιτεία. Ο άντρας
της βουτήχτηκε στο πένθος και στο δάκρυ. Ήρθε τότε ο γερο-μάντης
και του είπε πως η κόρη της θάλασσας δεν σκοτώνεται παρά
μονάχα μ' έναν τρόπο: «Στο νησί, καταμεσής στη λίμνη, ζει μια λαφίνα
με πόδια άσπρα και λεπτά που τρέχουν σαν τον άνεμο. Μόλις
την πιάσεις, θα βγει από μέσα της ένα κοράκι θηλυκό γκριζόμαυρο
κι αν το σκοτώσεις θα τιναχτεί από μέσα του μια πέστροφα. Μέσα
στο στόμα της η πέστροφα κρατεί ένα αυγό. Άμα σπάσεις το αυγό,
τότε θα πεθάνει η κόρη της θάλασσας».
Όμως τρόπος να φτάσει στο νησί δεν βρισκόταν, γιατί η κόρη
της θάλασσας όλα τα πλεούμενα που έμπαιναν στη λίμνη τα βούλιαζε.
Το παλικάρι σκέφτηκε να πηδήξει τα στενά καβάλα στο μαύρο
άλογο, κι έτσι έγινε. Πήδησε το μαύρο άλογο και πέρασε αντίκρυ.
Ο νέος είδε τη λαφίνα, και ξαμόλησε πίσω της το μαύρο σκυλί,
μα όντας αυτό απ' τη μια μεριά, η λαφίνα τιναζόταν στην άλλη
άκρη του νησιού. «Αχ, να βρισκότανε εδώ το άλλο σκυλί το μαύρο,
που του μοίρασα το ψόφιο πρόβατο!» Αμέσως στο πλευρό του βρέθηκε
το μαύρο σκυλί που του χρωστούσε παλιά ευγνωμοσύνη· κυνήγησαν
τη λαφίνα και δεν άργησαν να τη ρίξουν κάτω. Όμως μόλις
την έπιασαν, τινάχτηκε από μέσα της το κοράκι. «Αχ, να βρισκότανε
εδώ το γεράκι το γοργόφτερο που τίποτε δεν ξεφεύγει από
τη ματιά του!» Αμέσως μόλις μίλησε, χίμηξε το γεράκι κι έπιασε
τον κόρακα στη στιγμή· καθώς έπεφτε ο κόρακας στην όχθη, τινάζεται
από μέσα του η πέστροφα. «Αχ, βίδρα να βρισκόσουνα κοντά
μου που σε θέλω!» Σαν αστραπή βούτηξε η βίδρα αμέσως καταμεσής
στη λίμνη κι έβγαλε την πέστροφα· μόλις πάτησε στη στεριά η
βίδρα με το ψάρι, πετάχτηκε από το στόμα του το αυγό. Τρέχει αυτός
και βάζει το πόδι του από πάνω. Βγαίνει τότε η κόρη της θάλασσας
κι aρχινάει τα παρακάλια: «Μη σπάσεις το αυγό κι εγώ ό,τι ζητήσεις
θα το κάνω». «Δώσε μου τη γυναίκα μου!)) Ώσπου ν' ανοιγοκλείσει
τα μάτια του εκείνη βρέθηκε πλάι του. Ευθύς μόλις της
έπιασε το χέρι σφιχτά μέσα στα δυο δικά του, πάτησε δυνατά το αυγό,
και η κόρη της θάλασσας ξεψύχησε.

No comments:

Συνολικές προβολές σελίδας

Popular Posts